Πλοήγηση ανά Λήμμα "δανείζομαι"
Αποτελέσματα 18-26 από 26
-
Εδανειζόμουνα κ' ελυγιζόμουνα, μα 'ρτ' η ώρα να πλερώσω, κ' εβουρλιζόμουνα
(1952)λυγίζομαι = καμαρώνω, βουρλίζομαι = τρελαίνομαι από στενοχώρια -
Πού άδρωποσ στενοπερίσσευτον ππαράες μεδ δανειστής
(1948)Απ' άνθρωπο στενοπερίσσευτο λεφτά μη δανειστής -
Πού άδρωποσ στενοπερίσσευτον ππαράες μεδ δανειστής
(1931)Απ' άνθρωπο στενοπερίσσευτο λεφτά μη δανειστής