Πλοήγηση ανά Συλλογέα "Μανωλακάκης, Εμμανουήλ"
-
Το ξύλον ήβγεν απού το παρά(δ)εισον
Μανωλακάκης, Εμμανουήλ (1893) -
Το πλούτ' α(ν) πάσι στα παι(δ)ιά στα 'γγόνια δε ποσώνουν
Μανωλακάκης, Εμμανουήλ (1893) -
Το τσινιάρικον μουλάρι σε παραχωριό πουλιέται
Μανωλακάκης, Εμμανουήλ (1893)Ότι τα ευτελή πράγματα πωλούνται όταν είναι άγγυντα -
Το φαρμακίν έχ' αντιφάρμακον
Μανωλακάκης, Εμμανουήλ (1893)Ότι εκστον πράγμα έχει και το αντίθετο του -
Του κακού καιρού τα νέφη άλλα πάνω κι' άλλα κάτω
Μανωλακάκης, Εμμανουήλ (1893)Ερμηνεία: Επί κακοκαιριών -
Του συντέκνου μας σκύλλος σύντεκνος μας είν' κι εκείνος.
Μανωλακάκης, Εμμανουήλ (1922-10-03) -
Του φτωχού το σκοινί μονό δεν εφτιάνει και ιπλό περισσεύγει
Μανωλακάκης, Εμμανουήλ (1893)Εφτιάνει = αρκεί, ιπλό = διπλό -
Τού άρκοντα του τόπου σου τον Ά(γ)ιο του χωριού σου
Μανωλακάκης, Εμμανουήλ (1893)Ότι δέον να τιμώνται εκ ντόπιους -
Τώρα στα (γ)εράματα μάθε γέρο γράμματα
Μανωλακάκης, Εμμανουήλ (1893)Ερμηνεία: Επί των ακαιρως επιχειρούντων -
Φάε κεράdια, πιε νερό να (ιδ)ής του χοίρου το κα(ϋ)μό
Μανωλακάκης, Εμμανουήλ (1893)Συνοδεύεται από κείμενο... -
Φασουλάκι φασουλάκι γεμώνει το καλαθάκι
Μανωλακάκης, Εμμανουήλ (1893) -
Φεγγάρι για κλεψιά, γιναίκα. Αυτώνωσε, άνdρα μου, και θώκε
Μανωλακάκης, Εμμανουήλ (1893)Θώκε = θέσε -
Φύε, κόρ', απ' τον άνεμο, φύε, κόρ', απ' τον ήλιον
Μανωλακάκης, Εμμανουήλ (1893)Επι του ήλιου ευγενών