Πλοήγηση ανά Ευρετήριο πηγών
Αποτελέσματα 57-76 από 238
-
Δίπορτο τόχω
(1888)Έχω δύο καταφύγια, ώστε απελαυνόμενος εκ του ενός καταφεύγω εις το έτερον. Δίπορτο σημ. κυρίως σπίτι έχον δύο θήρας -
Δικέμπρης, δίκιο σπόρο στη γη
(1888)Δικέμπρης=Δεκέμβριος. Ο λαός νομίζει ο Δικέμπρης γίνεται εκ του δίκαιος -
Έλα και σύ κοπρίτη – που δα την αφήσω 'γώ την Κρήτη!
(1888)Κοπρίτης= σπουργίτης, στρουθίου. Έκ του κόπρος η αναζητών την τροφήν του εις μέρη πλήρη ακαθαρσιών των αυλών και των στάβλων -
Έχε το και ποτέ να μη σου χρειαστή
(1888) -
Εβατσίστηκ' ο λαγός τα σταφύλια
(1888)Σημείωση: Εβατσίστηκε = έμαθεν, βατσίζομαι= γλυκαίνομαι, εθίζω