Πλοήγηση ανά Ευρετήριο πηγών
Αποτελέσματα 17-36 από 47
-
είνι στειλιάρι αξεφλούδιστο
(1924) -
Παστρικός σαν της κόττας τα πόδια
Παστρεύω = ρήμα σμάω, καθαρίζω, πάστρα (η) = καθαριότης, παστρικός = καθάριος, ειρωνικός = κακός, αχρείιος, και άλλα κοσμιτικά επίθετα