Πλοήγηση ανά Ευρετήριο πηγών
Αποτελέσματα 54-73 από 82
-
Ο μπουγάς μουσκάρι δε κουτρά
(1941) -
Όδες κλέφτ' μη κλέφτεις, κι όδες κρεμού μη φοβάσαι
(1941)Όταν κανείς κάθεται φρόνιμα, δεν παθαίνει τίποτε -
Όπ' βρέξ' μαυρίζ' κι όπ' χιονίσ' ασπρίζ'
(1941)Δι΄εκείνους που εκαυχούντο ότι ήσαν πλούσιοι, χωρίς να είναι -
Όσο βράζ' η πήλινους η τζερές
(1941)Τζερές = χύτρα, τέντζερες. Περικοπή παραμυθιού. Μια γυναίκα επανδρώθηκε ένα χήρον που είχε ένα παιδί από την πρώτην του γυναίκα. Κάποτε δε την ερώτηε το άλλο παιδί της: - Πόσο μ' αγαπά; - Όσο βράζει ο πύλινος τζερεμές όταν ... -
Όφιο έφαγε κι όφιο κατέλισε
(1941)Δια τους δυστρόπους και κακούς ανθρώπους οι οποίοι προ ουδενός υποχωρούν και τυραννούν τοις πλησίον των -
Ποιό δάχτ'λο σ' να κόψης κι να μη bονέσης;
(1941)Η λύπη των γονέων είναι ίση, ανεξαρτήτως της ηλικίας του αποθανόντος τέκνου των -
Πολυπροικούσα και μονοβρακούσα
(1941)Δι' εκείνας που εκαυχώντο ότι έχουν μεγάλην προίκα και δεν είχαν να επιδείξουν σπουδαία πράγματα κατά τον γάμο των -
Σα τονε διής, φτύσ' τονε
(1941) -
Τ' αθρώπου τ' αχείλ' είναι ξένο, η καρδιά είναι θ'κη' τ
(1941)Ο άνθρωπος και εις τας στιγμάς της μεγαλυτέρας του θλίψεως πιθανόν δια μιαν στιγμήν να γελάση ασυναισθήτης -
Τα μικρά δεν ήθελες, τα μεγάλα γύρευες
(1941)Ελέγετο δι΄ εκείνους οι οποίοι ανελάμβανον φροντίδα και κόπους ανωτέρους των δυνάμεων των -
Το λαγύνι πολλές φορές πάει στη βρύσ' άμα μια φορά σπάνι
(1941)Ο άνθρωπος πολλάκις σφάλλει, αλλά κάποτε θα πληρώση τα σφάλματά του