Πλοήγηση ανά Λήμμα "μωρός (λωλός)"
Αποτελέσματα 61-80 από 82
-
Σκότωνε λωλλούς, πλέρωνε τζερεμέδες
(1940)Τζερεμές = πρόστιμον, ποινή, τιμωρία, ζημία, δωεάν χάρισμα -
Σκότωνε λωλούς, πλέρωνε ζερεμέ
(1876) -
Σκότωνε λωλούς, πλήρωνε τζερεμέ
(1912)Λέγεται επί των ματαίως επιτιμώντων ανοήτους (Συλλογή Χαβιαρά, Φ. Σ. Κωνσταντινούπολη, Η', 483). Η παροιμία στηρίζεται επί της αρχής ότι ο φόνος ανθρώπου τίκτει υποχρέωσιν προς αποζημίωσις, διό και κατακρίνεται το να ... -
Στου λωλού το στόμαν περισσεύκει το γέλοιον
(1940)Η λέξις λωλός, ως τρελλός, δεν είναι εύχρηστος εν Κύπρω. Η λέξις λωλός, εις άγιον Θεόδωρον, Κοφίνου και αλλαχού σημαίνει βωβός. Ο κωφάλαλος ευρίσκεται εις ην και ο τρελλός θέσιν -
Του παλιό κι' α' του bαλών'ς, dου λουλό κι' α dου μαλών'ς
(1930)Το να μπαλώνης παλαιό ρούχο, παπούτσι και τα όμοια είναι το ίδιο με το να επιπλήττης τον τρελλόν, δηλ. δεν φέρνεις αποτέλεσμα