Πλοήγηση ανά Λήμμα "μάτι"
Αποτελέσματα 367-386 από 1125
-
Η κόρη, κι΄ αν εχάλασε, dα μαύρα μάθια τάχει
(1963)Δηλαδή κι αν υποστή κανείς μια φθορά, μια αλλαγή, το καλό, που τυχόν είχε, το διατηρεί κάπως -
Η κοιλιά χορταίνει και το μάτι δεν χορταίνει
(1938)Το λεν όταν κάποιος δεν αρκείται στα πολλά που έχει παρά θέλει κι άλλα -
Ήρριξέν ντου νάτθο στα μάτια του
(1925)Του έρριξε στάχτη στα μάτια, τον απεπλάνησε ώστε να μην υποπτεύση τίποτε