Πλοήγηση ανά Λήμμα "λυπάμαι"
Αποτελέσματα 6-25 από 42
-
Ή το Θεό να φοβηθής, ή το σαχbή να λυπηθής
(1938)Για κείνους που τρώνε πολύ. Ιδίως όταν τους παραθέτουν ψωμί και τυρί, που το καταναλίσκουν πολύ και δεν χορταίνουν -
Λυπήσου τον τσερλή που εχέστηκε
(1876) -
Λυπήσου, λυπήσου, γίνεσαι του λυπημού
(1956)Όταν ένας πηγαίνει να βοηθήση τον ένα και τον άλλον και δεν εργάζεται, θα καταντήση να θέλη και αυτός βοήθεια -
Λυπήσου, λυπήσου, εγίνην του λυπημού
(1876) -
Λυπούμ' πολύ, αμά δε bορώ να κλάψω
(1917)Ειρωνικώς προς ένδειξιν της αδιαφορίας επί τω παθήματα των άλλων -
Όποιος λυπάται του κάττου το ψουμίν τρων οι ποντιτζιοί τα ρούχα του
(1954)Ερμηνεία: Επί των τσιγκούνηδων