Πλοήγηση ανά Λήμμα "ζεματίζω"
Αποτελέσματα 4-13 από 13
-
Ζεμάτισε λαγό, να ιδής πηδήματα
(1876) -
Ζεματάω
(1894)Τιμωρώ τινά είτε διά λόγου, είτε διά ξύλου: “με ζεματίσανε”-”τα λόγια που του είπε τον εζεμάτισε” -
Σαν ζεματισμένος κάττης
(1876)