Πλοήγηση ανά Συλλογέα "Σάρρος, Δημήτριος Μ."
-
Κ' οι δυο τον ίδιο ζγό τραυούμε
Σάρρος, Δημήτριος Μ. (1893) -
Κάνει ζουρλό γέλιο
Σάρρος, Δημήτριος Μ. (1893)Ερμηνεία: Επί βαρυαλγών ασυναισθήτως γελώντων ή επίτηδες προσπαθούντων να αποφύγουν την θλίψιν των -
Κάνω κφά φτιά και γκαβά μάτια
Σάρρος, Δημήτριος Μ. (1893)Ερμηνεία: Προσποιούμαι ότι δεν βλέπω και δεν ακούω ίνα επιτύχω σκοπόν τινά. -
Και παπάς έγεινες Βάγια; Έτσί το ήφερε η κατάρα
Σάρρος, Δημήτριος Μ. (1893)Ερμηνεία: Εις λέγουν ο περιβόητος μεσίτης του Αλή πασά Βάγιας εφόρεσε ενδύματα ιερέως ποτε ένα εισχωρήση παρά τινι οικογενεία προς εξυπηρέτισιν των αισχρών επιθυμιών του κυρίου του, σημαίνει δε η παροιμία ότι η αναγκη και ... -
Και τα καλά δεχούμενα (ή δεξούμενα) και τα κακά δεχούμενα
Σάρρος, Δημήτριος Μ. (1893) -
Καίει σαν το πεπέρι
Σάρρος, Δημήτριος Μ. (1893) -
Καίει φωτιά
Σάρρος, Δημήτριος Μ. (1893) -
Κακοήσκιωτον απάντησα, και προκοπή θα' ιδώ;
Σάρρος, Δημήτριος Μ. (1893) -
Καλότυχη που ν' επάντρεψε με μια πήχυ παννί μοναχα
Σάρρος, Δημήτριος Μ. (1893)Ερμηνεία: Δηλαδή με το ναβανον μόνον χωρίς να την προικίση -
Καραμούζα : Φόβητρον των μικρών παιδιών όμοιον τω Λάμια, Μούμα
Σάρρος, Δημήτριος Μ. (1893) -
Κατά το πάπλωμα και το άπλωμα
Σάρρος, Δημήτριος Μ. (1893) -
Κατσούλης= “Ο διάβολος συνήθως”
Σάρρος, Δημήτριος Μ. (1893) -
Κίνησε ο Οβριός κ' έλαχε Σαββάτο
Σάρρος, Δημήτριος Μ. (1893) -
Κίτρινος σα λείψανο
Σάρρος, Δημήτριος Μ. (1893) -
Κίτρινος σα φλωρί
Σάρρος, Δημήτριος Μ. (1893) -
Κίτρινος σαν απεθαμένος
Σάρρος, Δημήτριος Μ. (1893)