Πλοήγηση ανά Συλλογέα "Λουκάτος, Δ."
-
Μη bομέν'ς σα d' Gυριακούλα, νύφ' στολισμέν'.
Λουκάτος, Δ. (1940) -
Όποιος θέλει να ταξιδέψη, περί γιαλού θα κάτση!
Λουκάτος, Δ. (1960) -
Όποιος κυβερνάει το σπίτι του, κυβερνάει και τη ζωή του.
Λουκάτος, Δ. (1952) -
Όσα δε σων' η αλουπού, λέει οπώς είν' άγουρα
Λουκάτος, Δ. (1952) -
Οπού θα δώση, τάζει ογγιές κι' οπού δε δώση, λίτρες
Λουκάτος, Δ. (1952) -
Σαν το πρώτο μου στεφάνι εις τον κόσμο δεν εφάνη.
Λουκάτος, Δ. (1952) -
Σπίτι μου, σπιτάκι μου, προδοκαλυβάκι μου.
Λουκάτος, Δ. (1952)Το είπε, λέει, μια γιρά, όταν εγύρισε σπίτι της και ξαλάφρωσε, ύστερ' από τον περιορισμό της στα ξένα σπίτια. -
Σπίτι μου, σπιτκάκι μου και πορδοκαλυβάκι μου!
Λουκάτος, Δ. (1960) -
Σπίτι όσο χωράει το κεφάλι σου, και πράμα όσο βλέπει το μάτι σου.
Λουκάτος, Δ. (1952)πράμα, κτηματική περιουσία. Συμβουλή παλιότερη για κάθε χωρικό. -
Στάθηκε κλαρίνο
Λουκάτος, Δ. (1939) -
Στείλτο συ κι ξέρω γω ποίς το δίν'.
Λουκάτος, Δ. (1959) -
Στενοχωρημένη η φακή, νερό δεν είχε κ' έβραζε.
Λουκάτος, Δ. (1952) -
Τα κάμι ζενεχάτι εν ο ταμbουράς μάθε τα, τσαί κρέμασ' τα σ' α γωνία
Λουκόπουλος, Δ.; Λουκάτος, Δ. (1951)Η πιο δύσκολη τέχνη είν' ο τάμπουρας. Μάθε τον και κρέμαστ' τον σε μια γωνιά. Ο άνθρωπος πρέπει χωρις άλλο να ξέρει μια τέχνη στην ζωή του, οποιαδήποτε, για ώρα ανάγκης. -
Τα πέσου το κόμμα σάμ' έν' εμωσμένο, έχω πουά τόστοι. σαμ' 'α νdα γριτσήσουν του έν bεζό, κανείς τζο ρωτά με.
Λουκόπουλος, Δ.; Λουκάτος, Δ. (1957)Τόστης=φίλος. Το μέσα κελλάρι σαν είναι γεμάτο, έχω πολλούς φίλους. σα θα το γρικήσουν πως είναι αδειανό, κανείς δε με ρωτάει.