Πλοήγηση ανά Συλλογέα "Κρεκούκιας, Δ."
-
Μωρή κακούργα, Δαλιδά, άει στο διάλο, μωρή!
Κρεκούκιας, Δ. (1958)Ύβρις προς κακήν, διεστραμμένην, πανούργον γυναίκα -
Οι γέροι σπάνε τα σαμάρια
Κρεκούκιας, Δ. (1958)Το λένε όταν ηλικιωμένοι γλεντούν, χορεύουν, ξεφαντώνουν -
Ούλα πάνε κι΄έρχουνται, του κυρ. Πού/σου ο καημός δε βγαίνει
Κρεκούκιας, Δ. (1958)Ερμηνεία: Όταν επανέρχεται κανείς σε κάτι που συνεχώς επιθυμεί