Πλοήγηση ανά Συλλογέα "Κορύλλος"
-
όποιος έχει σύντροφο εχ' αφέντη Ο - έχει καραφέντη Ο. ε. σύντροφον, έχει κι αφέντη
Κορύλλος; Σαμίδης; Γονίος, Α. (1918)Διότι δεν έχει ιδίαν θέλησιν -
Τούρκο βλέπεις; Γρόσα θέλει. Κι άλλον βλέπεις; Κι άλλα θέλει.
Κορύλλος; Ζαράφης; Σακελλαριάδης; Δημοσθενόπουλος; Δουκάκης, Δ.Χ. (1918)Ερμ. Επί πλεονεξίας τουρκικής -
Τούρκο φίλευε και κώλο φύλαγε
Κορύλλος; Γρέζος (1926)