Πλοήγηση ανά Συλλογέα "Ερωτόκριτος, Ιωάννης"
-
Τ' αμμάτιμ έγ γυλτίζει που έτσι πράματα
Ερωτόκριτος, ΙωάννηςΕρμηνεία: Δεν φοβούμαι έτσι πράγματα, απειλάς -
Τ' αμμάτιμ πύργκους καταλλυεί
Ερωτόκριτος, ΙωάννηςΕρμηνεία: Ο φθόνος καταστρέφει τα πάντα και τους πύργους -
Τα βούδκια άμα τζημωθούν, εγ' κάμνουν χαϊριν
Ερωτόκριτος, Ιωάννης (1930)Μη φιμώσης βούν αλοώντα. Σημείωση : Τζημώνω = κημώ, φιμώ, θέτω κημόν εις στο στόμα του ζώου δια να μη τρώγη -
Τα όρη τρών τα ρούχα μου, οι πεύτσοι τα μαλλιά μου, οι κορασιές τα νιάτα μου τζ' η γη τα κόκκαλά μου
Ερωτόκριτος, Ιωάννης (1920) -
Τα περασμένα ξεχασμένα
Ερωτόκριτος, Ιωάννης (1920) -
Τζει που ΄ν εσπέρνεις μην θερίζης
Ερωτόκριτος, Ιωάννης (1920) -
Τζει πουσ σε καλλιούν να μεγ καλλιέσαι
Ερωτόκριτος, ΙωάννηςΕρμηνεία: Επί περιστάσεων καθ'ας αυτόκλητος πειράται τις να πράξη κάτι και τον εμποδίζει έτερος -
Τζείνος που θέλει να με φιλήση, τηβ βουκκάμ μου θωρή την
Ερωτόκριτος, Ιωάννης (1930)Βούκκα (η) = παρειά -
Τζηνούργκον είσαι κόσσινοτζ τζαί που να σε κρεμμάσω
Ερωτόκριτος, Ιωάννης (1930)Συνοδεύεται από κείμενο... -
Της χήρας τ' αναστέναμαν τζαι τ' αρφανού το κλάμαν εις τον Θεόν ανέβησαν τζ' αγγάλεμαν εκάμαν
Ερωτόκριτος, Ιωάννης (1920)Σημ. Αγγάλεμαν = επίκλησις, αρά -
Το νύσιν που το κριάς εχ χωρίζει
Ερωτόκριτος, Ιωάννης (1920)Ερμηνεία: Επι δυσαρεσκείας συγγενών, όταν αυτή εκλείψη και επέλθη συμφιλίωση -
Το πό(δ)ιν του έγινην αντίν
Ερωτόκριτος, Ιωάννης (1920)Ερμηνεία: Επειδή ως εκ του περιτυλιουομένον παννίον το αντί εξογκούνται η λέξις αντί = κατήντησε σημαντικόν της εξογκώσεως οιονδήποτε πράγματος -
Το πό(δ)ιν του εν αντίν
Ερωτόκριτος, Ιωάννης (1920)Ερμηνεία: Επειδή ως εκ του περιτυλιουομένον παννίον το αντί εξογκούνται η λέξις αντί = κατήντησε σημαντικόν της εξογκώσεως οιονδήποτε πράγματος -
Το πωρνόν που να πεθάνης, εν να σε βάλουμ μέσ' στολ λάκκον
Ερωτόκριτος, Ιωάννης (1930) -
Το σάββατον ως σάββατον ελύτζιασεν ο Γιάννης
Ερωτόκριτος, Ιωάννης (1920)Σημείωση: Λυτζιάζω=γίνομαι λύκος (κασσίδης), φαλακρός -
Το σημερινόν αυκόν αγρίζει την αυρινήν όρνιθαν
Ερωτόκριτος, Ιωάννης (1920)Σημείωση: Αγρίζω ή αχρίζω = αξίζω