Browsing by Collector "Άγνωστος"
Now showing items 24-43 of 72
-
Μαλώθκε σωρός [ή μ. γρούδα ησωριάσθηκε]
Άγνωστος (1919)Επί την εκ γηράσθη ή νόθου μακρά κατακειμένων. -
-Να μου γίνεις τούμπανο -Για σένα είναι τα τούμπανα -Δεν είνι για τα τούπανα
Άγνωστος (1918)βλ. κρυφό, γάμος -
Ο ιμάμης τη σφαίρα των εγύρισε
Άγνωστος (1918) -
Ο τόστης σ' έβγαλε το πόστι σ'.
Άγνωστος (1920)Ερμ. Επί των βλαπτόντων τους φίλους των. Σημ. τοστ=τ.τ=φίλος. πόστ=δορά δέρμα -
Όποιος έχει τάγη δεν αγοράζει στάρι
Άγνωστος (1918) -
Όπου δε σώνεις με το χέρισου μην το ληδώνεις το τουφέκι σου
Άγνωστος (1918) -
Οπ έχει σύντροφο, έχει αφέντη
Άγνωστος (1940) -
Ου Τούρκους κι η ουχιά δεν έχουνι πιστιά
Άγνωστος (1918) -
Ούλες ατουμπάνιστες κι εγώ τουμπανισμένη
Άγνωστος (1918) -
Παίρνω τα σχαρίκια
Άγνωστος (1919)Κυρίως σημαίνει λαμβάνω δώρα παράτινος χαρμόσυνα αγγέλλων. Δλδ είναι απλώς αγγέλλω χαρμόσυνον. -
Πήγα κει κι του βρα του σπίτ ρμνιά κι συντιλειά.
Άγνωστος (1937) -
Σύρα ψείρα, Μύκονο κασσίδα, Νιό βουλιασμένη, Σαντορίν' αντρειωμένη
Άγνωστος (1918)