Πλοήγηση ανά Συλλογέα "Βήχος, Κωνσταντίνος"
-
Άκλερος, άθεος
Βήχος, Κωνσταντίνος (1960) -
Άλλαξε ο Μανωλιός κι έβαλε τα ρούχα του αλλοιώς
Βήχος, Κωνσταντίνος (1960) -
Άμα δε σε θέλει το χωριό παπάς δε γίνεσαι
Βήχος, Κωνσταντίνος (1960) -
Άσκημο τση κούνιας όμορφο τση ρούγας
Βήχος, Κωνσταντίνος (1960)Δηλαδή όταν το παιδί μωρό είναι άσχημο, όταν μεγαλώση γίνεται ωραίον -
Άσκοπος ο νους διπλός ο κόπος
Βήχος, Κωνσταντίνος (1960) -
Αγαπά ο Θεός τον κλέφτη μα πιό καλά το νοικοκύρη
Βήχος, Κωνσταντίνος (1960) -
Αδειανό σακκί ορθό δε στέκει
Βήχος, Κωνσταντίνος (1960) -
Αλλοί στο νιο που δέρνεται, το γέρο που κοιμάται
Βήχος, Κωνσταντίνος (1960) -
Αλλοίμονό ντου που δεν έχει νύχια να ξυστή και περιμένει απ΄ άλλοι
Βήχος, Κωνσταντίνος (1960) -
Αν είσαι και παππάς με την αράδα σου θα πας
Βήχος, Κωνσταντίνος (1960) -
Από κακοπλερωτή κι ένα σάκκο άχερα
Βήχος, Κωνσταντίνος (1960) -
Από μικρό κι από λωλό μαθαίνεις την αλήθεια
Βήχος, Κωνσταντίνος (1960) -
Βλέπε ούγια, έπαιρνε πανί, βλέπε μάννα, έπαιρνε παιδί
Βήχος, Κωνσταντίνος (1960) -
Γέρο βοριά αρμένιζε και νότο παλληκάρι
Βήχος, Κωνσταντίνος (1960)Δηλαδή, τον βοριά πρέπει να τον αφήσης να παλιώση για να τον ταξιδέψης. Αντιθέτως τον νοτιά πρέπει να προφθάσης να τον ταξιδέψης μόλις αρχίση, διότι όσο περνά τόσο γίνεται (δυναμώνει) -
Γέψου και καρτέρα με
Βήχος, Κωνσταντίνος (1960)Τούτο αφορά τον γαρμπή (ΝΔ) και σημαίνει ότι από του γεύματος αρχίζει να γίνεται -
Για βαβούλια πας;
Βήχος, Κωνσταντίνος (1960)Τόσον δε πρωί εσηκώνοντο για τη συγκομιδή ιδία των βαβουλιών, καρπού βαμβακιάς, ώστε κατέστη παροιμιώδης η ανωτέρω φράσις διά τον εγειρόμενον ενωρίς -
Δίσεχτο χρόνο φύτευε και μη δισέχτου βέργα
Βήχος, Κωνσταντίνος (1960) -
Δούλευγε να ζης και κλέβγε να 'χης
Βήχος, Κωνσταντίνος (1960) -
Έκλασε η νύφη, σχόλασ' ο γάμος
Βήχος, Κωνσταντίνος (1960) -
Ένα παιδί σάν κανένα
Βήχος, Κωνσταντίνος (1960)