Πλοήγηση ανά Ευρετήριο πηγών
Αποτελέσματα 812-831 από 2168
-
Κάμε, νάβρης (ή νάχης)
(1963)Δηλαδή μην περιμένης από τους άλλους, μόνος σου με το κόπο σου, με την εργασία σου θα κάμης περιουσία -
Κάνει ο λύκος παστουρμά
(1963)Δηλαδή ό,τι μας αρέσει, δεν έχομε την αντοχή να μην το καταναλώσωμε αμέσως -
Κάνει όξω νου
(1963) -
Κάνεις το καλό και κολάζεσαι
(1963)Ερμηνεία: Όταν απ' αφορμής ενός καλού, που κάνεις σε κάποιον και δε μένει ευχαριστημένος, αισθάνεσαι δυσανασχέτηση και μετανοής για το καλό, που έκαμες -
Κάνεις το λοαριασμό χωρίς το dαβερνιάρη
(1963)Λέγεται, όταν υπολογίζης κάτι χωρίς να λαμβάνης υπ' όψη όλους τους παράγοντες γνωστούς ή απροόπτους -
Κάνεις το λοαριασμό χωρίς το ξενοδόχο
(1963)Λέγεται, όταν υπολογίζης κάτι χωρίς να λαμβάνης υπ' όψη όλους τους παράγοντες γνωστούς ή απροόπτους -
Κάποιον εbοbεύγασι στο φόρος λες και ξέρει το κι' εκείνος;
(1963)Λέγεται, όταν σχολιάζεται κάποιος και ή αδιαφορεί ή αγνοεί το γεγονός -
Κάποιον επανdρέβγασι, λες και ξέρει το κι' εκείνος;
(1963)Λέγεται, όταν συζητείται κάτι για ένα πρόσωπο κι' εκείνο δεν έχει ιδέα του πράγματος -
Κάποιος ήσφαζε dη νύχτα τσι εροdόβουδοι (1) και την ημέρα 'δούλια (2) dα δαμάλια
(1963)Λέγεται, όταν κάποιος προσποιείται τον άπραγο, τον αγνό, το φοβιτσιάρη, ενώ είναι το αντίθετον -
Κάπου μέδες, κάπου σέδα
(1963)Λέγεται επί λησμοσύνης. Π.χ. “Άλλοτες είμεστα φιλενάδες εδά, που λέ' ο λόος. Τώρα! Κάπου μέδες, κάπου σέδα”. -
Κάπου μέδες, κάπου σέδα, κάπουν εdαμώθημα
(1963)Λέγεται όταν βιάζεται κανείς και κάνει σχέδια στηριζόμενος σε κάτι που δεν είναι βέβαιο που είναι πρόωρο. -
Κάρκα ένα, κάρκα δυό
(1963) -
Κάτσε καλά κατούρησε, κι α δε θωρής, θωρούσι σε
(1963)Λέγεται και κυριολεκτικώς, δηλαδή όσο κι αν προφυλαχθής, όταν κάνης το νερό σου στο ύπαιθρο, πάντα θα βρεθή κάποιος να σε δη -
Κάτσε κώλο κάνε ρόκκα και χοdρό (ή όργο) κι' ό,τι κι αν είναι
(1963)Λέγεται όταν πέρνουμε απόφαση να κάμωμε κάτι, έστω και όχι τέλειο