Πλοήγηση ανά Λήμμα "άλας"
Αποτελέσματα 81-100 από 115
-
Τ' έκαναν του αλατιού
(1920)Τον εχτύπησαν τόσον, ώστε να είναι ανάγκη να εντριφθεί αλάτι στας πληγάς του -
Τεν έκανε τ' αλατιού
(1943) -
Την έκαμε το ξύλο τ' αλατιού
(1910) -
Το ψωμίνατ' άλας κ έχ'
(1911) -
Τόν έκαμε τ' αλατιού
(1915)Παραλλαγή ταύτης είναι “τον έκαμα σαλάτα” ή εν Κρήτη λεγομένη” τον έκαμε κιμά” ή “τον έκαμε σπάταλο”(=ψιλή ψιλή σκόνη). Επίσης και η οσαύτως εν Κρήτη λεγομένη “ κι έκαμε ντου τα πλευρά ντου, μαλακά σαν τη κοιλιά ντου.” Η ... -
Τόν ηκαμένε του αλατιού
(1949)Τον εξυλοκόπησεν ανηλέως μέχρι θανάτου , ούτως ώστε έχει ανάγκην άλατος, δια να μη βρομήση -
Τον έκανα τ' αλατιού
(1917)