Πλοήγηση ανά Συλλογέα "Κωνσταντινίδης, Θεόδωρος"
-
Έπιασα ένα -γκλέφτη- Φέρ' τον – Δεν μπορώ – Άς τον – Δεν μ' αφήνει
Κωνσταντινίδης, Θεόδωρος -
Έπιασα ένα(ν) γκλέφτη. Φέρ τον. Δεν μπορώ. Άσ' τον. Δεν μ' αφίνει
Κωνσταντινίδης, Θεόδωρος -
Έχεις γρόσια ; έχεις γλώσσα, έχεις γλουριά ; έχεις θωριά
Κωνσταντινίδης, Θεόδωρος -
Έχεις γρόσια ; έχεις γλώωσσα , έχεις φλουριά ; έχεις θωριά
Κωνσταντινίδης, Θεόδωρος -
Είαν κι είπαν
Κωνσταντινίδης, ΘεόδωροςΛέγεται περί φημιζομένου τινος ούτινος την θεάν ιδόντες εθαύμαζον και έλεγον πάντες, εν τω χωρίω δε βάτι λέγεται μάλλον ειρωνικώς επί παρουσιαζομένου προσώπου ως εξής; Καλώς τον είαν κ' είπαν” δηλών ότι: “Καλώς εσύ τον ... -
Είδες διχαλό μακρυά τα ρούχα σου
Κωνσταντινίδης, ΘεόδωροςΔιχαλός και διχαλωτός επιθ. = δύστηλης ράβδος τι δοκός καταλήγουσα εις δύο άκρα. Λέγεται δε ειρωνικώς διχαλός και ο ενδεδιμένος ευρωπαϊστί ή τοι ο φέρων πανταζόντοι (περισκελίδας) μεταπεσόν εις την σημασίαν του πανούργος, ... -
Είχε κι' η κουτού (παληόγραια) κι' έσκυβγιε και θώρειέν το
Κωνσταντινίδης, ΘεόδωροςΟ βρενθυνόμενος ή εναβρυνόμενος επί ασήμω τινί πράγματι ή προσόντι -
Είχε κι' η κουτού κι έσκυβγιε και θώρείεν το
Κωνσταντινίδης, Θεόδωροςκουτού = παλαίγρια. Εις του εναβρυνόμενου επί ασήμω πράγματι ή κτήματι -
Εκρεμάσαν του τα κουτάλια
Κωνσταντινίδης, ΘεόδωροςΔηλαδή εις τον λαιμόν, εκ βραδύνοντα να έλθη εις το γεύμα, τελειώσαν πλέον -
Εν τω άμα 'ς το θαύμα
Κωνσταντινίδης, Θεόδωρος -
Επήγαμε να πούμε κ' είπαν μας
Κωνσταντινίδης, Θεόδωρος -
Ετίναξε τα πέταλα
Κωνσταντινίδης, Θεόδωρος -
Ετίναξε τα πέταλα
Κωνσταντινίδης, ΘεόδωροςΕρμηνεία: Ειρωνικώς και χλευαστικώς επί αποθανόντος = εψόφησε -
Ζέννει σαν επτά σκύλλους
Κωνσταντινίδης, ΘεόδωροςΕνταύθα υπονοείται σκύλλους ψόφιους ήτοι απόγει όσον επτά πτώματα κυνών -
Ζήσε μαύρε μου να φας το(μ) Μα τριφύλλι
Κωνσταντινίδης, ΘεόδωροςΕρμηνεία: Μη βασανίζου με τας κενάς υποσχέσεις άλλου -
Ζήσε, Μαύρε μου να φας το μ Μα τριφύλλι
Κωνσταντινίδης, ΘεόδωροςΜη βουκαλέζου με κενάς υποσχέσεις -
Η γλώσσα κόκκαλα δεν έχ' και κόκκαλα τσακίζ'
Κωνσταντινίδης, Θεόδωρος