Πλοήγηση ανά Κείμενο
Αποτελέσματα 43297-43316 από 142579
-
Ζαμακώνω
(1916)Ερμηνεία: κτυπώ πονετικά, γεματίζω με το κτύπημα, λέγεται και ζεματίζω: “του 'δωκε μια, τονέ ζαμάκωσε (ή τονέ ζεμάτ'σε) -
Ζαν έχ΄ς καμό, άει στο bοταμό!
(1940) -
Διάβολος
Ζαντατζιούνα (ε)= el diable (1902) -
Ζαντού ψωμίν 'ς ση φρόνιμου κοιλίαν
(1929)Τρελλού ψωμί 'ς του γνωστικού την κοιλιά. Την περιουσίαν του τρελλού καρπούται ο γνωστικός -
Ζαρζαβούλης= ο διάβολος, ο δαίμονας
(1895) -
Ζαρός κι απόζαρος
(1940)Ζαρωμένος κι αποζαρωμένος – Χαρακτηριστικό για τον ασουλούπωτο άνθρωπο, για τον αποτυχημένο