Πλοήγηση ανά Συλλογέα "Κωνσταντινίδης, Θεόδωρος"
-
Άνθρωπον από γεννειά και σκύλλον από μάντρα
Κωνσταντινίδης, ΘεόδωροςΥπονοείται εν τη αρχή της φράσεως η λέξις διάλεξε -
Άπιαστος κλέφτης καθάρειος νοικοκύρης
Κωνσταντινίδης, Θεόδωρος -
Άρμα πυρός και ίππος πυρός
Κωνσταντινίδης, ΘεόδωροςΣυνηθέστατον παρά χωρικοίς ιδίως του χωρίου, επί της σημασίας του δραστήριος ορτηροί κ' οξύθυμος -
Άσπρο άσπρο και το γεννά και η όρνιθα
Κωνσταντινίδης, Θεόδωρος -
Αλλοί σ' εκείνον που δεν έχει δικά του νύχια να κνηστή
Κωνσταντινίδης, Θεόδωρος -
Αλλοί σ΄ εκείνον που δεν έχει δικά του νύχια να κνηστή
Κωνσταντινίδης, Θεόδωρος -
Αλλοί στον αντρειωμένον, σαν τον πιάσουν δυό σπασμένοι
Κωνσταντινίδης, Θεόδωρος -
Αλλού τ' αυγά κ' οι όρνιθες κι' αλλού τα κακαρίσματα
Κωνσταντινίδης, ΘεόδωροςΕρμηνεία: Επί μεγαλαυχούντος πτωχού -
Αλλού τ' αυγά κι' οι όρνιθες κι' αλλού τα κακαρίσματα
Κωνσταντινίδης, ΘεόδωροςΕπό μεγαλαυχούντος πτωχού -
Αλοί σ' τον ανδρειωμένον σαν τον πιάσουν δυό σπασμένοι
Κωνσταντινίδης, ΘεόδωροςΕρμηνεία: Αλοίμονον εις τον ρωμαλαίον, όταν συμπλακή με τα δυό έστω και ασθενικών -
Αν δεν έχης γέρο αγόρασε
Κωνσταντινίδης, Θεόδωρος -
Αν δεν φάης σκόρδο, σκόρδα δεν βρωμείς
Κωνσταντινίδης, ΘεόδωροςΟ δυσφηρούμενος δια τι είναι αδύνατον να είναι πάντα αθώος -
Ανέλαστα και ακαταδίκαστα ήμαρτον Θεγέ μου
Κωνσταντινίδης, ΘεόδωροςΕρμηνεία: Λέγει πικροχόλως και ειρωνικώς μία χωρική προς άλλων ήτις λέγει πράξεις ή λόγους της πρώτης η οποία εις απάντησιν της μομφής και του λόγου αρνείται εις ειρωνική μόνον ταύτην έκφρασιν σημαίνουσαν “τα δικά σου είναι ...