Πλοήγηση ανά Συλλογέα "Γρέζος, Τριαντάφυλλος"
-
Αλλού καρκαλνούν οι όρνιθες κι' αλλού γεννούν τ' αυγά
Γρέζος, Τριαντάφυλλος (1915)Καρκαλνούν = καρκαλίζουν. Ερμηνεία: Των ωφελειών, ας πεοοδικώ της απολαύει ετέρος -
Αμπροστά ποτάμ' κι' οπίσω λίμ'
Γρέζος, Τριαντάφυλλος (1915)Ερμηνεία: λέγεται περί των περιστοιχιζομένων υπό σοβαρωτάτων κινδύνων -
Αν δεν αλείψεις το ταψί, δεν τρως πίττα
Γρέζος, Τριαντάφυλλος -
Αν δεν βρέξης τον κώλο σ' δεν τρώς ψάρια
Γρέζος, Τριαντάφυλλος -
Ανάποδος χρόνος δεκατρείς μήνες
Γρέζος, Τριαντάφυλλος (1915)Ερμηνεία: Λέγεται επί ανθρώπων διεστραμμένων την φύσιν -
Ανεμόσκιος=κακοποιός δαίμων εφουβάλλεν τη κουμωμένης, αμοναρμένος=πόθεν ελαφρόν ημιπληγίαν
Γρέζος, Τριαντάφυλλος (1924) -
Ανεμομαζώματα, διαβολοσκορπίσματα
Γρέζος, Τριαντάφυλλος (1915) -
Αντάμα ομιλούμε κι' αχώρια κουβεντιάζομε
Γρέζος, ΤριαντάφυλλοςΕρμηνεία: Επί των μη δυναμένων να συνεννοηθούν -
Απ' τα καλά μαζωμένα, παίρν' ο διάβολος τα μισά κι απ' τα κακά και το νοικοκύρ' αντάμα
Γρέζος, Τριαντάφυλλος (1915)Ερμηνεία: Οι δικαίως κεκτημένοι βίον υφίστανται ως γνωστόν και αυτοί ζημίας αλλά και αν πάντα τα υλικά αυτών αγαθά απολέσωσι περισώζους την αγαθήν υπόληψιν και μετά θάνατον καταλείπουσι την μνήμην αγαθήν. Οι δε αδίκως ... -
Απ' το τζάκ' τίποτα δεν κατεβαίν'
Γρέζος, Τριαντάφυλλος (1915)Ερμηνεία: Ουδέν τω ανθρώπω αυτόματον συμβαίνει -
Από ν κακιά ν ξέρ' καλό είναι και το χαλάζ'
Γρέζος, Τριαντάφυλλος (1915) -
Από ν Πόλ' έρχομαι κι 'ς ν κορφήν κανέλλα
Γρέζος, Τριαντάφυλλος (1915)Ερμηνεία: Λέγεται επ' των ασυνάρτητα λεγόντων ή επί των λεγόντων ξένα τη προκειμένη υποθέσει -
Από φασόλ' φασόλ' γιουμίζ' το σακκούλ'
Γρέζος, Τριαντάφυλλος (1915) -
Απόμκεν σαν τ' νύφ' με τα τέλια
Γρέζος, Τριαντάφυλλος (1915)Ερμηνεία: Λέγεται και εκείνου, όστις παρεσκευασμένος καθ΄όλα να μετάσχη τινός, αίφνης αποκλείεται -
Αράπν τσαλστίζεις ν' ασπρίσης, κρύο σίδηρο δουλεύεις
Γρέζος, ΤριαντάφυλλοςΠαρά ποφίτη άλλας, αλλ΄ η λέξη είναι τούρκικη, τσαλιστίζω = προσπαθώ, αγκίζομαι -
Αρχίντσεν τα παρδαλά
Γρέζος, ΤριαντάφυλλοςΕρμηνεία: Να εκκλίνει της ηθικής (ταυτόσημος τη: αρχίντσεν να κιναη 'ν ουρά τς)