Πλοήγηση ανά Λήμμα "γυρεύω"
Αποτελέσματα 23-42 από 253
-
Γύρευγε την ρόκκα σου
(1876) -
Γύρευε πολλά να βρης λίγα
(1930) -
Γύρευε ψύλλους ς' τάχερα
(1922) -
Γυρέβκεις που τηγ κουφήν αΐταν ;
(1951)Γυρέβεις από την οχιά βοήθεια. Λέγεται δι΄ εκείνους οι οποίοι είναι κακοί όσον οι οχιές ώστε να μη βοηθούνε κανένα -
Γυρέψαντος, μη δώσαντος, κλέψαντος, αμαρήγια δεν έχει
(1894)Ερμηνεία : Τούτο σημαίνει ότι αν τις εις των πρατέρων ζητήση τι όπερ αυτός ουκ έχει, ξ΄ δεν δοθή αυτής ξ΄ ικετεύοντι, τότε δικαιοδίαν ίνα ις κλέψη -
Γυρέψεως μη δόσεως, κλέψεως συγχωρήσεως
Την λέει λογοπαίζοντας ένας, που πήρε κρυφά κάτι ανήκον σε φίλο του, π΄ αρνήθηκε να το δώσει, όταν του το ζήτησε -
Γυρέψεως μη δόσεως, κλέψεως συγχωρήσεως
(1941)Επί κλεψάντων ότι εζήτησαν και δεν τοις εδόθη. Δικαιολογία.