Πλοήγηση ανά Τόπο καταγραφής
Αποτελέσματα 197-216 από 757
-
Ηρτ ο κως σο τ'άρι τσαι πααίνει αρά να 'εννήσει
(1951)Έφτασε ο κώλος του στα στενά και πάει τώρα να γεννήσει -
Ηύρες πεξιμέτι, ΄υρέφ΄ τα τσαί φουσκωμένο
(1951)Βρήκες παξιμάδι, το θέλεις και βρεμένο. Πόντ. Δ.Π. 158 : Εύρεν απίδ΄, θέλ΄ άτο και μασεμένον -
Ηύρες χωρίος θεχούς στκυλλού τσαί 'νεγκώθεις θεχούς ραβdού
(1951)Βρήκες το χωριό δίχως σκυλλί και γυρίζεις δίχως ραβδί -
Θέκ' το σερί σήν gαρdία σου τσαί γρέπ' το Θεόν bάνου τσαί πε το ληθώτικο
(1951)Βάλε το χέρι στην καρδιά σου και κοίτα το Θεό απάνου και πές την αλήθεια -
Θέκ΄τον gώ σου, κάτσε σε ΄νgκάθε πάνου
(1951)Υπόμενε όπως είσαι, γιατί μπορεί να πέσεις στα χειρότερα -
Θελυκό ταλικό δεβολικό
(1951)Το θηλυκό είναι διάβολος. Το ταλικό ίσως είναι επανάληψη κατά τα : άντρας – μάντρας, φωτιά – μωτιά κ.ά. Έλεγαν και : Το θελυκό εν΄ του δεβόβου, γι΄ αυτό και στα γουρμπάνια (θυσίες) τους, ποτέ δεν έσφαζαν θηλυκό ζώο. Δεν ... -
Θωρούν d' άσπρο το πρόβατο, λεν τι: η τσοιλία του 'έμει άλειμμα
(1951)Βλέπουν τ' άσπρο το πρόβατο, λένε: η κοιλιά του είναι γεμάτη πάχος -
Κάθεται πάνω στ' αγκάθια
(1951) -
Κάθεται σα ΄νgαθε πάνου
(1951) -
Κάτα ημέρα Πάσκας τζο ' νι
(1951)Κάθε μέρα δεν είναι Πάσχα. Σε κείνους που ζητούσαν όλο να τους δίνουν -
Κακκαβίζουν dα γρούσε σου
(1951)Λαλούν τα γρόσια σου. Το κακκαβίζω από τη λαλιά της πέρδικας :κακκάβ, κακκάβ -
Κανείς τον dατά μου τζο ρωτά τα, ρωτά μο τη μα μου
(1951)Κανένας τον πατέρα μου δεν τον ζητάει, ζητάει μόνο τη μάνα μου