Πλοήγηση ανά Λήμμα "γυρεύω"
Αποτελέσματα 123-142 από 253
-
Όdας πλαγι΄ζει ψωμί δε γερεύει !
(1943) -
Όλοι γυρεύαν το σεισμό κι΄ ο μαραγκός γυναίκα
(1889)Επί των εν κουνή συμφορά επιδιωκόντνων ιδίαν ευτυχίαν -
Όποιος γυρεύγει βρίσκει
(1937) -
Όποιος γυρεύει βρίσκει
(1876) -
Όποιος γυρεύει το πολύ κι΄ αφήνει το ολίγο χάνει και το πολύ, χάνει και το ολίγο
(1915)Παραλλαγή ταύτης είναι η Ιταλική «chi lascia il fiocco per aver l΄ assai, ne l΄ uno, ne l΄ altro αυτα maϊ (όποιος αφήνει το ολίγον, δια να έχη το πολύ, ούτε το έν, ούτε το άλλο θα έχη ποτέ. (Prou. Tosc. Gius. G. Hag. 57) -
Όποιος γυρεύκει τα πολλά χάνει τζαί τα λλία
(1940)Ο απαιτητικός κινεί την οργή και χαλαρώνει την προς αυτόν συγκατάβασίν μας -
Όποιος εγ γυρέβκεται, ποττέ του εγ γιατρέβκεται
(1940)Θεραπεύεται εκείνο δια το οποίον φροντίζομεν, ενώ το αμελούμενον αποτυγχάνει -
Όποιος κοιμάται, ψωμί δε γυρεύει
Βλέπε αυτ. ομοίας: Σερβικήν, Ρωσσικήν, Πολωνικήν, Γαλλικήν, Ιταλικήν -
Όποιος φυλάει έσει, τζ όποιος γυρέβκει βρίσκει
(1940)Ο οικονόμος και προνοητικός κατορθώνει να ασφαλίση άνετον μέλλον, και ο φιλόπονος ευρίσκει πόρον ζωής