Πλοήγηση ανά Τόπο καταγραφής
Αποτελέσματα 1181-1200 από 3150
-
Κάνεις το λοαριασμό χωρίς το ξενοδόχο
(1963)Λέγεται, όταν υπολογίζης κάτι χωρίς να λαμβάνης υπ' όψη όλους τους παράγοντες γνωστούς ή απροόπτους -
Κάνω του κεφαλιού μου
(1928) -
Κάποιον εbοbεύγασι στο φόρος λες και ξέρει το κι' εκείνος;
(1963)Λέγεται, όταν σχολιάζεται κάποιος και ή αδιαφορεί ή αγνοεί το γεγονός -
Κάποιον επανdρέβγασι, λες και ξέρει το κι' εκείνος;
(1963)Λέγεται, όταν συζητείται κάτι για ένα πρόσωπο κι' εκείνο δεν έχει ιδέα του πράγματος -
Κάποιος ήσφαζε dη νύχτα τσι εροdόβουδοι (1) και την ημέρα 'δούλια (2) dα δαμάλια
(1963)Λέγεται, όταν κάποιος προσποιείται τον άπραγο, τον αγνό, το φοβιτσιάρη, ενώ είναι το αντίθετον -
Κάποιος ήσφαξε dη νύχτα τσοί εροdόβουδοι κι εδουλία την ημέρα τα δαμάλια
(1931)Εδουλία (φοβότανε) -
Κάπου μέδες, κάπου σέδα
(1963)Λέγεται επί λησμοσύνης. Π.χ. “Άλλοτες είμεστα φιλενάδες εδά, που λέ' ο λόος. Τώρα! Κάπου μέδες, κάπου σέδα”. -
Κάπου μέδες, κάπου σέδα, κάπουν εdαμώθημα
(1963)Λέγεται όταν βιάζεται κανείς και κάνει σχέδια στηριζόμενος σε κάτι που δεν είναι βέβαιο που είναι πρόωρο. -
Κάρκα ένα, κάρκα δυό
(1963) -
Κάτσε καλά κατούρησε, κι α δε θωρής, θωρούσι σε
(1963)Λέγεται και κυριολεκτικώς, δηλαδή όσο κι αν προφυλαχθής, όταν κάνης το νερό σου στο ύπαιθρο, πάντα θα βρεθή κάποιος να σε δη -
Κάτσε κώλο κάνε ρόκκα και χοdρό (ή όργο) κι' ό,τι κι αν είναι
(1963)Λέγεται όταν πέρνουμε απόφαση να κάμωμε κάτι, έστω και όχι τέλειο