Πλοήγηση ανά Λήμμα "γυρεύω"
Αποτελέσματα 118-137 από 253
-
Ό, τι ΄υρεύγει κανείς, το βρίσκει
(1963)Λέγεται, όταν πάθη κανείς κάτι κακό, που οφείλεται σε ανοησία του. Π.χ. «Μα ΄bόριες να μη gρεμνήσης, που σαρτοκαπάς όλη μέρ΄ απάνω στα δώματα ; Ό,τι ΄υρεύγει, λέει, παιδί μου, κανείς, το βρίσκει -
Ό,τι γυρέβκεις εν το βρίσκεις
(1940)Ευρίσκομεν το ζητούμενον αν μη βιαζόμενοι ψάχνομεν εποπολαίως -
Ό,τι γυρεύγει καθένας ευρίσκει
(1876)Επί κακού συνήθως. Παν το ζητούμενον αλωτόν · εκφεύγει δε τ΄ αμελούμενον -
Όdας πλαγι΄ζει ψωμί δε γερεύει !
(1943) -
Όλοι γυρεύαν το σεισμό κι΄ ο μαραγκός γυναίκα
(1889)Επί των εν κουνή συμφορά επιδιωκόντνων ιδίαν ευτυχίαν -
Όποιος γυρεύγει βρίσκει
(1937) -
Όποιος γυρεύει βρίσκει
(1876) -
Όποιος γυρεύει το πολύ κι΄ αφήνει το ολίγο χάνει και το πολύ, χάνει και το ολίγο
(1915)Παραλλαγή ταύτης είναι η Ιταλική «chi lascia il fiocco per aver l΄ assai, ne l΄ uno, ne l΄ altro αυτα maϊ (όποιος αφήνει το ολίγον, δια να έχη το πολύ, ούτε το έν, ούτε το άλλο θα έχη ποτέ. (Prou. Tosc. Gius. G. Hag. 57)