Πλοήγηση ανά Τόπο καταγραφής
Αποτελέσματα 1068-1087 από 5885
-
Βκάλλει τους σσύλους έξω που τηχ Χώραν
(1940)Ένεκα του πλήθους των οθωμανών εις Λευκοσίαν, (Χώραν) υφίσταντο πολλοί σκύλλοι -
Βλαστάς τζει ποσ σε σπέρνουν
(1940) -
Βλέπει τημ που ήλιον τζαί που άνεμον
(1940)Λέγεται δια λεπτολόγον μέριμναν, ενδεικτικήν εξαιρετικής αγάπης ίδια δια χαϊδευμένα παιδιά -
Βλέπεις που τον άδηφ φώς;
(1940) -
Βλέπου του φίλου σου ποττέ μεμ πης το μυστικόσ σου φίλος του φίλου θα το πη, τζ' είναι κακόδ δικόσ σου
(1940)Την επιτυχίαν του επιδιωκομένου εξασφαλίζει η εχεμύθια -
Βορκάες της Αγίας Μαρίνας ωεφή του προφήτη Ηλία: Ο γρόνος εν ναν καλός
(1945)Αν στις 17 Ιουλίου, Εορτής της Αγίας Μαρίνας φυσούν βόρειοι άνεμοι και ο καιρός στις 20 του ίδιου μηνός, εορτήν του Προφήτη Ηλία, είναι συνεφιασμένος, το γεωργικόν έτος προβλέπεται να είναι καλόν -
Βού(δ)ιν που την βου(δ)ατιάσ σου τζαι παι(δ)ίμ που τηγ καρκιάσ σου
(1920)Ερμηνεία: Καρκιά = καρδιά -
Βούννου βούννου, δουλαππάτζιμ μου, να κάμης την όντζιάς σου, να φας την καυκαλιάς σου βρε λοϊζή που είσαι τζαί γυρίζεις, τζ΄εν έρκεσαι να φας όρνιθα με το ρίζι!
(1940)Ερμηνεία: Τας φωνάς της ακούσας ο Λοϊζής, ελθών κοντά της, είδε τον τρίμματον, και τον συνέλαβε. Εις τον Πεδουλάν υπάρχει τοποθεσία Τρίμματος την περί του οποίου παράδοσιν -
Βούννου, βούννου δουλαππάτζιμ μου να κάμω το νημάτζιμ μου να πα να κατουρήσω βρε λοή
(1940)Νημάτζιμ μου = παμπάτζιμ μου. Η παροιμία, κατά την παράδοσιν οφείλεται εις το εξής; Κάποτε ένα κορίτσι που έκαμνε την νύχτα “ δουλάππιν “ διέκρινε κάτω από τον σοφά τα ποδάρια ενός κλέπτου. Αντί να φωνάξη ήρχισε να τραγουδά ... -
Βούννου, βούννου, βρε λοή
(1940) -
Βούρα θκειέ Κκαντη τζ΄ έμπέηκεν τζ' εν ι – βκαίνει
(1940)Ερμηνεία: Όταν συναντώμεν δυσκολίας και η βοήθεια άλλων είναι απαραίτητος. Προήλθεν εκ του ό,τι μιάς παλαβής το χοιρούδιν εδοκίμασεν να εξέλθη από το δωμάτιον, και έβαλε το κεφάλι του εις το άνοιγμα της πόρτας, χωρίς να ... -
Βούς δικός του, όπου θέλει δήννει τον
(1940)Ο έχων κάτι διαθέτει αυτό κατά βούλησιν μόνος ων υπεύθυνος -
Βούς να μεν ετζημώννε τουτζ τζαί γεναίκα να μεν εγένναν, ποττέ της εν εγέρναν
(1930)Τζημώννω=καμώ, φιμώ, θέτου κημόν εις το στόμα του ζώου, δια τα μη τρώγη