Πλοήγηση ανά Τόπο καταγραφής
Αποτελέσματα 1037-1056 από 5885
-
Βάλλει που το εν αφτίν, τζαί βκάλλει που το άλλο
(1940)Να μη συγκρατώμεν ότι ακούομεν αλλά να αφήνωμεν πολλά να παρέρχονται χωρίς να εντυπώννονται εις την μνήμην μας. -
Βάλλεις τογ Γιώρκην με τον Άΐγ – Γιώρκην ;
(1931)Άμα πρόκειται για σύγκριση δύο ανθρώπων που ο ένας είναι κατά πολύ μεγαλύτερος του άλλου -
Βάλλεις τογ Γιώρκην με τον Άϊγ – Γιώρκην;
(1948)Ερμηνεία : Άμα πρόκειται για σύγκριση δύο ανθρώπων, που ο ένας είναι κατά πολύ καλύτερος του άλλου -
Βάλλω αντήλιον
(1920)Ερμηνεία: Μεταφορικής σημαίνει βλέπω μακρόθεν, δηλ. Δεν δύναμαι να λάβω μέρος εις την διανομήν των κερδών -
Βάρ' τα φκιά σου πίσω σου
(1940) -
Βάρ' του καθενού την τσαέραμ που του πρέπει
(1940)Να συμπεριφερόμεθα αναλόγως της θέσεως και αξίας εκάστου -
Βάρdα τζ' εν να περάσ' ο βούς - Τζαί πού ένι; - Να το σσίνι που πάω να τογ γοράσω
(1940)Δια τους πιστεύοντας ως πραγματικότητα απλάς των ευχάς. Η παροιμία οφείλεται εις παραμύθιν καθ΄ο ένας τρελλός, που ήθελε να αγοράση βούν, παρεμέριζε τους διαβάτας δια να περάση το βώδι του που έμελλε να αγοράση -
Βάρdα τζ' εν να περάσ' οβούς μου
(1940)Εν να περάσ' ο βούς. -Τζαί πού ένι; - Να το σσίνι που πάω να τογ γοράσω -
Βάρτ' του ρίανην
(1940)Συνήθως εις κρέας προηγουμένης ημέρας προσθέτουσιν ορίγανην προς συγκάλυψιν κακοσμίας. Σαν χαλάση μια δουλειά σύσκολα μπαλώνεται -
Βάστα κώλε να φας αβκόν
(1940)Πρέπει να δεινοπαθήσωμενμ δια να κερδίσωμεν. Εικών εκ τυ τσουγκρίσματος αυγών. Συνήθως τσουγκρίζουν πρώτον με το μυττερόν του αβκού, και σαν σπάση τούτο με το πλατύ του, “τον κώλον”. Αν σπάση και τούτο ο νικήσας κερδίζει ... -
Βάστα με να σε βαστώ ν' ανεβούμεν το βουνό
(1940)Κάθε δυσκολία που αντιμετωπίζομεν, όπως η ανάβασις εις ανωφέρειαν, γίνεται ευκολωτέρα αν άλλος μας υποβοηθήσει εις τον αγώνα -
Βάστα πόνογ για ομορκιάν
(1948)Ερμηνεία: Λέγεται για τα ρούχα, τα παπούτσια, τα καπέλλα που σε σφίγγουν -
Βάφτισ' με να σου μοιάσω
(1940)Ο Θεός ενεφύσησεν εις τον άνθρωπον ψυχήν. Ο βαπτίζων, μεταδίδει πως την ψυχήν του θεμελιών την πίστιν του βαπτιστικού του, όστις ο΄θτω έχει τα φυσικά του, του ομοιάζει. Το ίδιον συμβαίνει και με τον ιερέα. -
Βάωσε τζαι ρωμάνισε τζ' όποθθεθ θέλεις έμπα
(1930)Σημείωση: Βα(δ)ώννω = κλείω, σφαλλώ (την θύραν)