Εναλλαγή πλοήγησης
Ελληνικά
English
Ελληνικά
Ελληνικά
English
Σύνδεση
Εναλλαγή πλοήγησης
Πρόσφατες εγγραφές
Αρχική σελίδα
Πρόσφατες εγγραφές
Αρχική σελίδα
Πρόσφατες εγγραφές
JavaScript is disabled for your browser. Some features of this site may not work without it.
DSpace at KEEL: Πρόσφατες εγγραφές
Αποτελέσματα 4721-4740 από 142579
Αγριογυναίκα (η)= Νεράϊδα, Νηρηΐς.
Χρηστοβασίλης, Χρ.
(
1919
)
Της Ανεράδας το γιαματικό
Της Ανεράδας στη Ρόδο τες λέσιν Ανεράες και κατά πως πιστεύουν τα παντήχνουν οι λαφροΐσκιωτοι στους ποταμούς, στες βρύσες, στα δάση στου σπήλιους και στες κουφάλλες των παλιών δέντρων. Ένας Κοσκινιάτης εβρέθη μιαβ βραδυά τ’ Αούστου στο Τσιλλόνερο και κει που ξάπλωσε να ξεκουραστή τον πήρεν ο ύπνος. Σαν ξύπνησεν είδε κάτι ασπροφόρες κοπέλλες να χορεύγκουν λογιώ λογιώ χορούς κοντά σ’ ένα μικρό σπήλιο...
Βρόντης, Αναστάσιος
(
1950
)
Στη Σχιμάδα: Λένε ότι κάποτε κάποια κακιά γυναίκα, έβαλε εκεί μιανής άλλης το παιδί, κοιμισμένο, ώστε όταν θα ξυπνήση να γκρεμιστή από το βράχο. Το παιδί όμως ξυπνώντας, άρχισε τα κλάματα. Κάποιος το άκουσε και πήγε να το σώση. Το ρώτησε πως βρέθηκε κει πέρα. Λέει: «Μ’ έβαλε ο Μιμάς». (Είναι ισιάδι εκεί η σχισμάδα κι αποκάτου γκρεμνός. Το παιδί είχ’ αρρωστήσει όλη μέρα μέσ’ στον ήλιο κι ύστερα, λένε...
Λουκάτος, Δημήτριος Σ.
(
1960
)
Νεράϊδα, νύμφη των υδάτων και των δασών.
Άγνωστος συλλογέας
Λαβώνω= δια βλασφημιών, τις παραδοξάζει ο λαός, καθιστώ τινα ανίκανον να ομιλήση. Το τοιούτον προσέτι συμβαίνει και όταν νύκτωρ τις περιπατών συναντήση νεραΐδες και ερωτηθείς απαντήση αυταίς.
Ταρσούλη, Γεωργία
(
1916
)
Καλόγνωμη, η, κατ’ ευφημισμόν = εξωτικιά, μάγισσα 2) νόσος ευλογία.
Ρέκας, Β. Δ.
Νεραϊδόνερο
Λένε πως αυτού είναι νεράϊδες, αερικά και βροντάνε στον αέρα σαν νταβούλια. Από το μεσημέρι κι έπειτα όταν δηλαδή έρθει η ώρα τους ακούνε σ΄αυτό το μέρος τραγούδια. Έχουν πάρει πολλούς ανθρώπους όταν τύχει κανένας να περάση απ’ αυτού όταν είναι η ώρα τους. Τελευταία επήραν κι ένα κορίτσι κι ύστερα από τρεις μέρες το βρήκαν στην κορφή ενός γκρεμού. Το βρήκαν αμίλητο κι έκανε κάμποσες μέρες να μιλήση....
Σακελλαριάδης, Χαρίλαος
(
1930
)
Ανεράϊδα= νεράϊδα, Νεράϊδα (η) και ανεράϊδα, νεραϊδής (ο)= νεραϊδοπαρμένος, δαιμονόληπτος.
Κονδυλάκης, Ιωάννης Δ.
(
1919
)
Η κερά καλή των ωρών= ώ κυρία. Γενικώς εν τω προληπτικώ κόσμω του λαού δια της λέξεως κερά εκφράζονται αι θήλεις θεότητος αι διευθύνουσαι τας ευτυχίας και δυστυχίας των ανθρώπων, τον θάνοντον ή την ζωήν.
Ζωγραφάκης, Ιωάννης Ν.
(
1888
)
Ανεραϊδα = Νηρηϊς. Ανεράϊδικος= ο της Νεράϊδας «άμα κανείς είναι άσπρος τονέ λένε ότι κατάγεται από το σόϊ το ανεράϊδικο.»
Κουκουλές, Φαίδων
(
1920
)
Σαγιάδες λέγονται οι Νεράϊδες.
Δευτεραίος, Άγγελος Ν.
(
1965
)
Τις Νεράϊδες τις λέγαμε παλαιά Ανεραΐδες και Καλές Κυράδες.
Σπυριδάκης, Γεώργιος Κ.
(
1960
)
Στοι σπήλιους είναι νεράϊδες και πέρνουνε τη φώνη.
Σταυρακάκης, Ιωάννης
(
1909
)
Η μητέρα της μητέρας μου, η γιαγιά μου, η Άννα Πέτρου Σέρβου είχε ένα χωράφι στη Μακρυόπουντα, κοντά στον Κούντουρο. Λοιπόν το ‘χανε σπείρει κριθάρι κι’ αυτοί είχανε ένα νερόμυλο κ’ εμένανε στο Μυλοπόταμο. Και το χωράφι αυτό τως ήτανε ξωναύλι (= δηλ. μακρυά). Συγκεντρώσανε πολλούς αργάτες να το θερίσουνε μονήμερα (= εις μίαν ημέραν). Ήτονε κ’ ένας ανιψός του πάππου μου, ο Κωνστατής Νικ. Σέρβος. Το...
Σπυριδάκης, Γεώργιος Κ.
(
1960
)
Μια φορά η σαϊάδα έγινε κατσίκα και εβάλαζε. Επήγαν να την μάσουν και ελάλησαν τ’ αρνίθια και χάθηκε.
Δευτεραίος, Άγγελος Ν.
(
1965
)
Οι νεράϊδες λέγονται σαΐδες και είναι κοκκινομαλούσες.
Δευτεραίος, Άγγελος Ν.
(
1965
)
Νεράϊδες
Οι πιο παλιοί τις Νεράϊδες τις έλεγαν Καλές Κυράδες. Τις φοβόντουσαν τη νύχτα. Αυτές γύριζαν στις βρύσες, στα νερά. Παρουσιαζόντανε γυναίκες στ’ ασπρά ντυμένες κ’ είχανε μουσικές κ εχόρευαν. Για προφυλακτικό γι’ αυτό που θελε να βγη έξω τη νύχτα έλεγαν: «Βάλε ένα κομμάτι ψωμί στην τσέπη σου ή ένα κομμάτι καλάμι, και οι Καλές Κυράδες δε σε ζυγώνουνε (=δεν σε πλησιάζουν).
Σπυριδάκης, Γεώργιος Κ.
(
1960
)
Στο χωριό Μηλιά που είναι ένα βαθύ ποτάμι υπάρχει ένας τεράστιος βράχος που φαίνεται ακόμη σήμερα (βλ. φωτ. Νο 30, σελ. 513). Εκεί όποιος θα πάη βράδυ ακούει τις κοκκινομαλούσες που βγαίνουν τραγουδούν και πλέννουν τα ρούχα τους. Αυτές κρατώνε το βράχο που στέκεται από μία άκρη. Εμείς το βράδυ δεν πάμε εκεί για να μη τις στενοχωρέσουμε και πέση ο βράχος γιατί θα γίνη μεγάλο κακό στο χωριό.
Δευτεραίος, Άγγελος Ν.
(
1965
)
Ένανε τόνε παίρνανε οι Ανεράϊδες σ’ ένα καλάμι και τον πηγαίνανε στην Ήπειρο.
Λουκάτος, Δημήτριος Σ.
(
1960
)
Ο μπάρμπα – Σταμάτης ο Κοντός επήγαινε σπίτι του νύχτα κι εκεί που πήαινε έβρηκε φράκτη μπροστά του. Είχε ένα μπαστούνι, που είχε μέσα σπαθί. Το έβγαλε, έκαμε σταυρό, κι επέρασε. Αλλά άκουε γύρω του κρου – κρου, σαν να τον σχιζόντανε τα ρούχα. Επήε σπίτι του κι έμεινε δεκαπέντε μέρες, με το αίμα του κομμένο. Τι ήταν; Ανεράϊδες ήταν, ξωτικά ήταν, δαιμόνοι, ποιος ξέρει!
Λουκάτος, Δημήτριος Σ.
(
1960
)
«
»
Πλοήγηση
Όλο το Αποθετήριο
Αρχείο & Συλλογές
Τόπος καταγραφής
Χρόνος καταγραφής
Συλλογείς
Λήμμα
Κατάταξη παράδοσης (κατά Πολίτη)
Ευρετήριο πηγών
Κείμενα
Ο λογαριασμός μου
Σύνδεση