• Ελληνικά
    • English
  • Ελληνικά 
    • Ελληνικά
    • English
  • Σύνδεση
Αναζήτηση 
  •   Αρχική σελίδα
  • Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας
  • Αναζήτηση
  •   Αρχική σελίδα
  • Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας
  • Αναζήτηση
JavaScript is disabled for your browser. Some features of this site may not work without it.

Αναζήτηση

Προβολή προηγμένων φίλτρωνΑπόκρυψη προηγμένων φίλτρων

Φίλτρα

Χρησιμοποιείστε φίλτρα για να περιορίσετε τα αποτελέσματα αναζήτησης.

Αποτελέσματα 1-10 από 12

  • Επιλογές Ταξινόμησης:
  • Συνάφεια
  • Τίτλος Αυξ.
  • Τίτλος Φθιν.
  • Ημερ. Υποβολής Αυξ.
  • Ημερ. Υποβολής Φθιν.
  • Αποτελέσματα ανά σελίδα:
  • 5
  • 10
  • 20
  • 40
  • 60
  • 80
  • 100
Thumbnail

Οι Καλλικάτζαροι έρχονται έξω από τα σπίτια τη νύχτα και μας λένε : Άκαιρα, παράκαιρα, παρακαιρότης, είμαστε παράκαιρα μην κάθεστε, κουκιά μην γκριτσανίζετε, Πτιάρια μη στραβουπλάθετε, σ’γοννιά να χέζηστε στα πιπιλιά ναν τα τλίγετε, Γράτσα, γράτσα τα λανάρια. Τα παιδία που γεννιούνται τη νύχτα της λειτουργίας τα Χριστούγεννα, γίνονται Καλλικατζαράκια, φαίνεται άνθρωπος, μα κάθε χρόνο το δωδεκαήμερο τις νύχτες ξαναγίνεται τέτοιο. Μια φορά ένας Καλλικάτζαρος τα δωδεκαήμερα τη νύχτα είδε έναν άνθρωπο. Του ρίχτηκε καβάλλα και τούπε ‘’Στούπος ή Μόλυβδος ; Ο άνθρωπος κατάλαβε πως ήταν καλλικάτζαρος στην πλάτη του κι είπε : Στούπος! (Αν έλεγε Μόλυβδος θα τον εβάραινε σα μολύβι)Κει που τον πήγαινε καβάλλα, του ξαναείπε. ‘’Δείξε μου τα εννιά πηγάδια, μη σε ρίξω στα λαγκάδια! Μα εκείνος δεν είπε τίποτα. Πήγαν σπίτι κτυπάει ο άνθρωπος, του ανοίγει η γυναίκα του και μπαίνουν μέσα. Πάει στο μαγαζί, αφήνει χαμηλά τον Καλλικάτζαρο, και τον σκεπάζει μ’ένα κόσκινο. Ο Καλλικάτζαρος άρχισε να μετρά τις τρύπες, κι έλεγε : ώ γαμώ το, τόχασα’’Γιατί το τρία δεν μπορούσε να το πή. Κι όταν λάλησε ο πετεινός, έφυγε ο Καλλικάτζαρος. Πήγε ο νοικοκύρης να τον βρή μα δεν τον βρήκε. 

Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (1938)
Thumbnail

Η γλώσσα των Κονιάληδων είναι μεν Ελληνική αλλά πολύ παρεφθαρμένη. Οι λέξεις είναι μισές και τσεβδές. Γι αυτό υπάρχει η εξής εξήση. Οι Τούρκοι λέει, έκοζαν τις γλώσσες των πρώτων Κονιάληδων Ελλήνων (ιδίως του χωρίου Σύλλα)για να πάζουν να μιλούν Ελληνικά. Αυτοί όμως αγωνίστηκαν να διατηρήσουν τη γλώσσα τους κ γι αυτό παρεδόθη εφθαρμένη. 

Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (1938)
Thumbnail

Τα σταυροδρόμια είναι στοιχειωμένοι τόποι, κι απ’αυτούς βγαίνουν τη νύχτα χορτλάγοι. Οι Χορτλάγοι είναι βρυκόλακες, ιδίως Τούρκος, γιάτ’ είναι αβάφτιστοι. Γυρνάνε σαράντα μέρες ύστερ’ από το θάνατό τους μεταμορφωμένοι πότε σε βουβάλια, πότε σε κατσίκια. Μια φορά ένας, περνώντας από ένα σταυροδρόμι που ήταν και κοντά σε νεκροταφείο, βρήκε ένα σκυλάκι. Το πήρε στο σπίτι του. Μα την άλλη μέρα το πρωί, στη θέση του σκυλιού βρήκε έναν πεθαμένο. Κατάλαβε πως ήταν χορτλάγς και πήγε και τον έθαψε. Ένας άλλος είχ’ένα βουβάλι. Αυτό ένα βράδυ δεν γύρισε σπίτι. Το γύρεψε, μα δεν το βρήκε. Περνώντας ένα σταυροδρόμι, το είδε μπροστά του. Το πήρε και τόκλιεσε στο μαντρί του. Μα το πρωί που πήγε να του δώση άχυρο, δεν το βρήκε. Είδε μονάχα έναν παντικό πούφευγε από την τρύπα. Το βουβάλι ήταν χτλάγος κι επειδή ξημερωσε έφυγε για το μνήμα του. Οι Χοτλάγοι μόλις ξημερώση πρέπει να ξαναμπούνε στα μνήματα. Ένας ταξιδιώτης περνούσε με τα’άλογο του από σταυροδρόμι. Εκεί βλέπει έξαφνα μια κατσίκα να πηδάη μπροστά στο άλογο και να μην τα’αφηνει να προχωρήση. Ο άνθρωπος κατάλαβε πως είναι Χοτλάς και θυμήθηκε πως ένας Τούρκος που του χρωστούσε ένα γρόστ, πέθανε εδώ και λίγον καιρό. Δίνει λοιπόν στην κατσίκα το γρόσι κι εκείνη χάθηκε. Έτσι το άλογο προχώρησε. 

Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (1938)
Thumbnail

Πρίν γίνη η κάργα, ήτανε άνθρωπος.Ήτανε μια κακιά αδερφή, που ζήλευε την αδερφή της. Ο θεός την ετιμώρησε και την έκανε μαύρο πουλί. 

Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (1938)
Thumbnail

Εκεί που είναι σήμερα τα χαλάσματα, πάνω από τα Προκοπάτα (1) ήτανε παλαιγά ένα χωριό, τα Κοιλαράτα. Οι Κοιλαρούδισες ήτανε φαντασμένες γυναίκες κι’ αμαρτωλές. Κατεβαίνανε στη Χώρα (2) με χρωματιστές ποδιές, άσπρες και κόκκινες και δεν επιστεύανε Θεό. Γι’ αυτό κι ο Θεός τις καταράστηκε κι΄ έρριξε σιδεροκούνουπο (3) και τις εξολόθρεψε. [Προκοπάτα= χωριουδάκι, τέσσερα χιλιόμετρα έξω από τ’ Αργοστόλι, Χώρα= στην πόλη, στ΄Αργοστόλι, Σιδεροκούνουπο= ας σημειωθή ότι ο τόπος εκείνος υπέφερε πάντα από ελονοσία, εξ’ αιτίας του τέλματος Κουτάβου.] 

Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (1937)
Thumbnail

Σε μια εξοχική τοποθεσία κοντά στο μοναστήρι Μπατσίκοβο της Παναγίας κοντά στη Στενήμαχο, ήταν ένας βράχος. Εκεί έφευγε συχνά το κόνισμα της Παναγίας, χανόταν απ' το μοναστήρι κι εκεί τόβρισκαν. Άφησε εκεί και τ' αποτύπωμα του, από το βράχο τώρα βγαίνει άγιασμα. Οι Στενημαχιώτες κάνουν εκεί κάθε της Μεσοπεντηκοστής λιτανεία. 

Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (1938)
Thumbnail

Πάνου τη Νερομάνα οι παλαιγοί είχανε κρύψει τα λεφτά τους.Περνούσανε οι ξένοι κι’ από τα γράμματα που διαβάζανε στα πωριά,καταλαβαίνανε και βρίσκανε μέσα κολονάτα. Ένας δικός μας καθώς αλάτρευε,σκούντηξε τα’αλέτρι του πάνω σε κάτι. Βγάνει τσι φωνές η αδερφή του :Ω, Ώ! Λεφτά, λεφτά! Μ αδεν πρόφτασε να το πή κι’ όλα τα χρυσά γίνανε κάρβουνο.Γιατί έπρεπε, προτού να μελετήση ναν τα ξεστοιχειώση. Να στάξη δηλ. απάνου τους λίγο αίμα από τη μύτη της ή από το δάχτυλό της. Μα που, μυαλό! Όθε φτωχός κι’ η μοίρα του!. (Νερομάνα=δεξαμενή-υδραγωγείο/Αργοστολιού.Εκεί είναι το Κάστρο της αρχαίας Κράνης, κολονάτα= νόμισμα της ενετοκρατίας) 

Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (1937)
Thumbnail

Μια φορά κάποιος κλάδευε και δεν ήξερε. Πήγε ένας άλλος να του δείξη. Εκεί που του δειχνε τούκοψε κατα λάθος τη μύτη. Εκεί κοντά βρισκόταν ο άγιος Τρύφωνας, που ήταν ακόμα άνθρωπος κι' έβοσκε χήνες. Έτρεξε και έκαμε το θαύμα του. Εκόλησε τη μύτη του κλαδευτή και τον έκανε καλά. Από τότε, αν δεν γιορτάσουν τον Άη Τρύφωνα (1 Φεβρ.) δεν κλαδεύουν. 

Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (1938)
Thumbnail

Σημ. Στ’ Αργοστόλι, όλα τα σπίτια που είναι παλιά, Βενετσιάνικα, δύσκολα νοικιάζονται, γιατί όλοι πιστεύουνε πως έχουνε το Μώρο. Ο Μώρος είναι στοιχειό του σπιτιού, κακός άνθρωπος ή Σαλανικό που η σχέση του με τους ενοίκους δείχνεται στις παρακάτω ιστορίες : α) Μια φάντρα κατοικούσε σ’ένα σπίτι που είγε το Μώρο. Τον ήξερε και τον περιποιότανε. Τούβανε κι’ έτρωε λιχουδιές,συκάδια και γλυκούδια κι’ εκείνος τση γιόμιζε το Ιουβαέλι τάλαρα και την έκανε πλούσια. (Μώρος= Μαύρος, Ιουβαέλι= πετσέτα του φαγητού) β)Η μαμή η Μωράτη, καθότανε κι’ αυτή σ’ένα τέτοιο σπίτι. Τάχε καλά με το Μώρο κι’ όλα τση πηγαίνανε καλά. Εγιόμιζε τις τσέπες της γλυκά από τα βαφτίσια και του πήγαινε. Εκείνος την είχε δοξασμένη και πλούσια. Μα όταν ξενσίμασε το σπίτι, εδυστύχεψε. Ο Μώρος τση τόπε : Μη φύγης, γιατί δεν είναι για καλό σου! Μ α εκείνη δεν τον άκουσε. Από τότες, ο πρώτος τση γυιός εστραβώθηκε. Εκείνη έπεσε από την άμαξα και κτύπησε. Όλα της πηγαίνανε κακά, γιατί ο Μώρος δε θέλει να τονε κακοβλέπουνε. Μα τόκαμε η μαμή αυτό (που έφυγε από (ο σπίτι)για να σώση την ψυχήν της. Γιατί όποιος έχει με το Μώρο παρεές, πάει στην Κόλαση.γ) Αν παραμονέψη κανείς, καταλαβαίνει εύκολα, ποια σπίτια έχουνε το Μώρο.΄Γιατί τα βράδυα βγαίνει στο παράθυρο με την τζιμπούκα του και καπνίζει. (τσιμπούκα=τσιμπούκι μεγάλο) 

Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (1937)
Thumbnail

Οι αμαρτωλοί όταν πεθαίνουν, γίνονται Βρυκόλακες. Μεταμορφώνομαι σιγά-σιγά, ως εξής. Ο ετοιμοθάνατος μουγγρίζει. Ύστερα τετραποδίγει (γίνεται γάτα, ποντικός)ορμά έξω από το σπίτι και επι σαράντα νύκτες γυρίζει από σπίτι σε σπίτι ζητώντας να το ανοίξουν. Ύστερα ‘’παίρνει τα βουνά σα θηρίο’’. Ο Βρυκόλακας είναι ένα τέρας που πίνει ανθρώπινο αίμα, που καταστρέφει τα σκεύη του σπιτιού. Μοιάζει, με κουνούπι γεμάτο αίμα. Έχει δυο πελώρια μάτια που λάμπουν στο σκοτάδι, σαν αναμμένα κάρβουνα. Τα περισσότερα βρυκολακιάσματα γίνονται όταν ξεθάβεται το πτώμα, χωρίς νάχη αποσυντεθή. Για να προλάβουν σε τέτοιες περιπτώσεις το βρυκολάκιασμα οι συγγενείς, ζεματίζουν το σώμα με λάδι βραστό και τρυπούν τον αφαλό με βελόνα. Ραντίζουν τον τάφο ύστερα με κεχρί, ώστε, αν ξαναβγή ο βρυκόλακας να βρή το κεχρί, που του αρέσει και να περάση έτσι τη νύχτα του, ώσπου να ξημερώση (να λαλήση ο πετεινός), οπότε ξαναμπαίνει στον τάφο. Άλλη περίπτωση βρυκολακιάσματος των πεθαμένων είναι, αν πηδήση γάτα επάνω στο πτώμα του προ της κηδείας, εκεί που είναι εκτεθειμένος. Γι αυτό πολύ προσέχουν τις γάτες όταν συντροφεύουν τους νεκρούς. Μα αν, παρ’άλ’αυτά, πηδήση η γάτα, τότε προλαβαίνουν το βρυκολάκιασμα διαπερνπώντα τη γάτα με δυο σακκοράφες. (τα έθιμα αυτά τάχουν κι οι Σέρβοι κι οι Βούλγαροι) 

Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (1938)
  • «
  • 1
  • 2
  • »

Πλοήγηση

Όλο το ΑποθετήριοΑρχείο & ΣυλλογέςΤόπος καταγραφήςΧρόνος καταγραφήςΣυλλογείςΛήμμαΚατάταξη παράδοσης (κατά Πολίτη)Ευρετήριο πηγώνΚείμεναΑυτό το ΑρχείοΤόπος καταγραφήςΧρόνος καταγραφήςΣυλλογείςΛήμμαΚατάταξη παράδοσης (κατά Πολίτη)Ευρετήριο πηγώνΚείμενα

Ο λογαριασμός μου

Σύνδεση

Περιήγηση ανά

Τύπος
Παραδόσεις (12)
Συλλογέας
Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (12)
Τόπος καταγραφήςΚιλκίς (4)Κεφαλληνία, Φαρακλάτα (3)Νάουσα, Στενήμαχος (3)Καύκασος (1)Κιλκίς, Στενήμαχος (1)Χρόνος καταγραφής1938 (9)1937 (3)
Επικοινωνήστε μαζί μας | Αποστολή σχολίων
Κέντρον Λαογραφίας E-Mail: keel@academyofathens.gr
Δημιουργία/Σχεδιασμός ELiDOC
Λογισμικό DSpace Copyright © 2015  Duraspace


Το Έργο «Εθνικό δίκτυο ψηφιακής τεκμηρίωσης της άυλης και υλικής πολιτιστικής κληρονομιάς» στο πλαίσιο του Επιχειρησιακού Προγράμματος «Ψηφιακή Σύγκλιση» του ΕΣΠΑ 2007-2013, συγχρηματοδοτήθηκε από την Ευρωπαϊκή Ένωση και από εθνικούς πόρους.