Αναζήτηση
Αποτελέσματα 1-6 από 6
Στούδιν και πετζίν επόμεινα
(1931)
Κόκκαλο και πετσί έμεινα...
Ερμηνεία: Επί μεγάλης ισχνότητος...
Παραλλάγη: Στούδ' και πετζίν επέμ' να...
Παραλλαγή: Στούδ' και πετζίν εγέντον (έγινε)...
Ερμηνεία: Επί μεγάλης ισχνότητος...
Παραλλάγη: Στούδ' και πετζίν επέμ' να...
Παραλλαγή: Στούδ' και πετζίν εγέντον (έγινε)...
Ο γυρεύον εγύρευεν κ΄ έδιν΄νεν για τη ψήν άτ΄
(1931)
Ζητιάνευε ο ζητιάνος κ έδινε για την ψυχή του...
. Παραλλαγαί : -γυρεύ και δι΄ και τον κοτερέαν (ο γ. Ζητιανεύει και δίνει και το ψωμοφαγά) Τραπ. - γυρεύ΄ και δι΄ για την ψήν ατ΄. Κρώ. Τραπ. - γυρεύ και δι΄ και τον καταλέαν (δίνει και του πεινασμένου) Σάντ. - Ο γυρευό γυρεύ τσαί δι΄ για την ψήν ατ...
. Παραλλαγαί : -γυρεύ και δι΄ και τον κοτερέαν (ο γ. Ζητιανεύει και δίνει και το ψωμοφαγά) Τραπ. - γυρεύ΄ και δι΄ για την ψήν ατ΄. Κρώ. Τραπ. - γυρεύ και δι΄ και τον καταλέαν (δίνει και του πεινασμένου) Σάντ. - Ο γυρευό γυρεύ τσαί δι΄ για την ψήν ατ...
Ταν ταν κοιλία εύκαιρον και δόντα 'κονεμένα
(1931)
Ταν ταν κοιλιά άδεια και δόντια ακονισμένα...
Ερμηνεία: Επί πειναλέων χορευτών ή των πολύ πτωχών...
Ερμηνεία: Επί πειναλέων χορευτών ή των πολύ πτωχών...
Τέρ' (ή τέρεν) την ούγιαν κ' έπαρ' το παννίν, τέρ' τη μάνναν κ' έπαρ' το παιδίν
(1931)
Κοίταξε την ούγια και πάρε το παννί...
Όπου κι αν πάη μαύρα ωβγά ωβγάζει
(1931)
Μαύρα αβγά γεννά...
Επί του πανταχού κακοήθους ή ανικάνου αναδεικνυομένου...
Παραλλαγή: “ Όπου πάει μαύρα ωβά ευτάει” (κάνει)...
Πβ. 652 και 669...
Επί του πανταχού κακοήθους ή ανικάνου αναδεικνυομένου...
Παραλλαγή: “ Όπου πάει μαύρα ωβά ευτάει” (κάνει)...
Πβ. 652 και 669...
Ο πεινασμένον 'ς σ' όνερον ατ' κοτέρα 'λέπει
(1931)
Ο πεινασμένος 'ς τ' όνειρό του βλέπει κομμάτες ψωμιού...
Επί του διαρκώς έχοντος τι κατά νουν και φανταζομένου την απόκτησίν του, διότι το επιθυμεί...
Παραλλαγή: Ο πεινασμένον 'ς σ' όνερον ατ' κοτέρα 'λέπ...
Ο πεινασμένον 'ς σ' όνερον ατ' κερέτσα ελέπει (κόρες ψωμιού βλέπει)...
Ο πεινασμένον 'ς σ' ορωμανατ κοτέρα ελέπ'...
Ο πεινασμένον 'ς σ' άρωμαν ατ' κοτέλα ελέπει (κοτέλα = κοτέρα)...
Ο πεινασμένον 'ς σ' όρωμαν 'ατ' καρβέλα ελέπ'...
Επί του διαρκώς έχοντος τι κατά νουν και φανταζομένου την απόκτησίν του, διότι το επιθυμεί...
Παραλλαγή: Ο πεινασμένον 'ς σ' όνερον ατ' κοτέρα 'λέπ...
Ο πεινασμένον 'ς σ' όνερον ατ' κερέτσα ελέπει (κόρες ψωμιού βλέπει)...
Ο πεινασμένον 'ς σ' ορωμανατ κοτέρα ελέπ'...
Ο πεινασμένον 'ς σ' άρωμαν ατ' κοτέλα ελέπει (κοτέλα = κοτέρα)...
Ο πεινασμένον 'ς σ' όρωμαν 'ατ' καρβέλα ελέπ'...