• Ελληνικά
    • English
  • Ελληνικά 
    • Ελληνικά
    • English
  • Σύνδεση
Αναζήτηση 
  •   Αρχική σελίδα
  • Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας
  • Αναζήτηση
  •   Αρχική σελίδα
  • Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας
  • Αναζήτηση
JavaScript is disabled for your browser. Some features of this site may not work without it.

Αναζήτηση

Προβολή προηγμένων φίλτρωνΑπόκρυψη προηγμένων φίλτρων

Φίλτρα

Χρησιμοποιείστε φίλτρα για να περιορίσετε τα αποτελέσματα αναζήτησης.

Αποτελέσματα 1-10 από 38

  • Επιλογές Ταξινόμησης:
  • Συνάφεια
  • Τίτλος Αυξ.
  • Τίτλος Φθιν.
  • Ημερ. Υποβολής Αυξ.
  • Ημερ. Υποβολής Φθιν.
  • Αποτελέσματα ανά σελίδα:
  • 5
  • 10
  • 20
  • 40
  • 60
  • 80
  • 100
Thumbnail

Τον φαντάζονται ένα κοντό ανθρωπάκι με κόκκινο φεσάκι, που όποιος μπορέσει και του πάρη το φεσάκι, χαρά στη μοίρα του, θα γίνη πλούσιος. Πάει και κάθεται πάνω στα στήθη τους και τους πιέζει και δεν μπορούνε να ξυπνήσουν. “Ο Βαρυνυπνάς, βρε παιδιά, κοίτουνταν απόψ' απάνω μου και πολέμου να ξυπνήσου και δεν εμπόρου.” 

Ζευγώλη – Γλέζου, Διαλεχτή (1928)
Thumbnail

Ένα ζώ το πιο καλοβύζικο ηρχουdάνε κάθα μέρα αρμεμένο στο μαζωμό μας. – Βρέ ποιος το πκιάνει το ζώ και το κωλοβυζαίνει; εφώναζεν αρχιβοσκός (Εώ ήμου gοπέλλι, λέγει ο αφηγούμενος, κι εκακοβάνασιν οι βοσκοί πως το κωλοβυζαίνω ‘ώ (εγώ).Εώ λοιπό ήμουν αθώος). Μιάν ημέρα του παρακαθίζει ο κουνιάδος μου και πάει στα προβόλια που Μπρούλη από πίσω στα μακορράχιδα μες dο κορφάκι και βρίσκει το ζώ κι ήκλανε. Πάει το λοιπό απάνω στο γκρεμνάρι σε μιάν αραμάδα (σχισμή) και σταματά το ζώ και στρέφει ένας λαφκιάτης(= φίδι) μές την αραμάδα (το ’χε μαεμένο ο λαφκιάτης). Την άλλην ημέρα πάει ο κουνιάδος μου πριχού πάη. Το ζώ, με το τουφέκι, και παρακαθίζει του λαφκάτη κι αρχινά και κλαίει σα dο ζώ. Μπροβαίνει ο λαφκάτης και δώνει του ο βοσκός μια dουφέκια και τόνε κάνει σκονόβολο. Σε μια στιμής πάει το ζώ να υρέψη το λαφκιάτη, αρχινά τσι φωνές να ‘βγη ο λαφκιάτης μα ήτονε αργά. Ο λαφκιάτης δε βγαίνει και σκατό ζώ ‘τατί το ’χε μαεμένο. (αμερμένο = αμελγμένο, μαζωμό = στάνη, εκακοβάνασιν = υποπτεύοντο, παρακαθίζει = παραμονεύει, κουνιάδος = γαμbρός, προβόλια = χωράφια, γκρεμνάρι = κρημνός, βράχος, σκονόβολο = τον κάνει κομματάκια, σκόνη) 

Οικονομίδης, Δημήτριος (1934)
Thumbnail

Η λαμπιδονα : ένα φώς, που λένε πολλού πώς βλέπουνε το βράδυ ή σε εξοχή ή μέσα στο σπίτι. Και λένε πώς, όποιος μπορέσει και το πιάσει αυτό το πράμα που φέγγει, και το βάλει κοντά σε λεφτά, τα λεφτά δεν τελειώνουνε ποτέ, ή σε λάδι κοντά ή σε κριθάρι κ.λ.π. Είναι κάποιος που κοιμότανε μόνον μ' ένα μικρό αδελφό του, στο σπίτι τους, και κάθε βράδυ βλέπανε ένα φανάρι και να κρατειέται από ένα χέρι και να σαλεύη πάνου στούς τοιχούς. Αυτό ήτανε λεμπισόνα. Κι η μάνα του του ίδιου ανθρώπου έλεγε πως τόβλεπε. 

Ζευγώλη – Γλέζου, Διαλεχτή (1925)
Thumbnail

«Άμα τη νύχτα πορπατής και σ’ απαdήξη όξ’ από πά (= δαίμονας) δεν θα σε χαλάση ά σ’ ακλουθά τεσσαραμμάτης σκύλος. Και σκύλο όμως να μην έχης μπορεί να γλυτώσης ά βαστάς μαυρομάνικο μαχαίρι. Σα βαστάς μαυρομάνικο μαχαίρι και σ’ ακλουθά και τεσσαραμάτης σκύλος δεν έχεις να δουλιάσης καθόλου (= να φοβηθής). Υπάρχει και η εξής παραλλαγή: «Άμα bερνάς από καμμιά βαρυτοπιά και σ’ απαdήξη όξ’ από ‘πά, κάμε μια gουλλούρα μ’ ένα μαυρομάνικο μαχαίρι κάτω στη ‘ης κι ένα σταυρό μές στη μέση κι έμπα μέσα να γλυτώσης. Καένας δε bορεί να σε πειράξη». 

Οικονομίδης, Δημήτριος (1934)
Thumbnail

«Στου Κοπέλλου τ’ αλώνι κάθα βράδυ στσι 12 η ώρα τα μεσάνυχτα χορεύγουν οι Ανεραΐδες. Μια βολά μια gοπέλλα επέρναν από κει με τ’ άλεσμά τζη να πάη στο μύλο ν’ αλέση (πιο κάτω είναι τα Προβολάκια με τσι νερόμυλοι). Οι Ανεραΐδες την εβάλανε μες στη μέση και την εχορεύγανε. Εκεί που την εχορεύγανε τσ’ εδώκανε χιλιάδες τζιbιές και τσ’ εκάμασι μαυτα τα κριάτα τζη. Το φεγγάρι ήδωνε σα μέρα κι εθάρειε πως είναι μέρα και τωόdις και ‘ιαυτό ήπηρε τ’ άλεσμα τζη να πάη στο μύλο). Στη μια η ώρα, την ώρα που ‘κραξεν ο πετεινός οι Ανεραΐδες εχάθησα και η κοπέλλα επόμεινε μες στ’ αλώνι μοναχιά. Ύστερα ήφυε gι εδιάηκε στο σπίτι τζη κι είπε πως της εχαλάσασιν οιΑνεραΐδες». 

Οικονομίδης, Δημήτριος (1934)
Thumbnail

Τα παιδιά που θα γεννηθούν τη νύχτα που ξημερώνουν τα Χριστούγεννα ή και την ημέρα των Χριστουγέννων (ιδίως τα μεσάνυχτα ως τον τελειωμό της λειτουργίας)τα λέμε καλικατζάροι. Η καλικατζάρα, η καλικατζαρίνα=τα θηλυκά που γεννιούνται την παραμονή των Χριστουγέννων. Είναι μια οικογένεια που ως φαίνεται, κάποιος παππούς τους είχε γεννηθεί τη νύχτα εκείνη και βρίζουν θηλυκούς και αρσενικούς έτσι (δηλ.καλικατζάρους)και μπορούν να σκοτώσουν άνθρωπο για να τους υβρίσουν. Και να γεννηθή κανένα παιδί δεν το μαρτυρούνε για να μην το βρίζουν τ'άλλα παιδιά. 

Ζευγώλη – Γλέζου, Διαλεχτή (1928)
Thumbnail

Όdεν εφτέψασι υο πρώτο κλήμα κι ενοίξασι dο λάκκο να το φτέψουσι κάτω κάτω στο λάκκο εσφάξασιν ένα χοίρο και με το αίμα dου εποτίσασι dο χώμα. Οdεν εσκεπάστηκε το κλήμα ως μνιάν απιθαμή εσφάξασιν ένα λιοdάρι κι εποτίσανε το χώμα. Στο τέλος αφ'σι το χώσασι καλά-καλά, εσφάξα gι ένα gατη κι εποτίσασι dο ρέστο χώμα. Είνηκε dο κλήμα, είνηκε σια-σια τ'αμπέλι και 'ίνεται το κρασί και το πίνομε. Άμα bκιή καένας και πκιή του γάτη το αίμα αρχινά και στριφώνει το μουστάκι dου σα dο γάτη. Σα bκή του λιονταριού αρχινά κα κάνει το άγριο σα dο λιοdάρι κι όdε πχιή του χοίρου 'ίνεται σα χοίρος. (απιθαμή=σπιθαμή,) 

Οικονομίδης, Δημήτριος (1934)
Thumbnail

Μια βολά, λέει, ο bεονικολός εκεί πο κειτούdανε με τη ‘υναίκα dου, τη γριά Μαριώ, κι ήτονε πια μεσάνυχτα περασμένα, ‘κουσεν έναν έχτυπο στη bόρdα. Λέει: Μουρέ μα τέθοια ώρα ποιος είναι; Εγριέφτην ο άθρωπος κι εσκούdηξε dη ύναίκα dου. Λέει: Ω, Μαριώ, ιά ξύπνα. Εξύπνησε λοιπό κείνει, λέει: Μωρή ιά ‘φικράσου! Ακούς τίποτα; Λέει: Ναι. Σαματάς ακούεται μέσ’ στην αυλή. Σηκώνουdαι λοιπό σια – σια και πάνε στη gλειδαρότρυπα κ’ είdα να δούνε μέσ’ στην αυλή! Τρις αγριοϋκαικάρες, με κάτι δόδες (μεγάλα δόντια) σα τσαπούρια (τσαπούρι= κηπουρικόν εργαλείον), μακριομούρες, γεμάτες με τσι κριατσολιές, με μουστάκια! Την ώρα που τσαι θωρούνε τα κάμανε χοdρά και λειανά πάνω dώνε (κατουρηθήκανε, λερωθήκανε επάνω τους από την τρομάρα) και πάνε και πέφτουνε και κουκουλιάζουdαι gι τρέμανε σα dο φύλλα του καλαμιού. Κ’ ύστερα ακούνε κάτι σκληργιές άγριες κ’ ήτον οι ‘υναίκες εκείνες κι εσκληρίζανε που τς εκυνήαν η Παναγία κ’ ήσκιαζε τζοι (της πήγε) κάτω στα Ψαροgρέμναρα κι εφώναζε dου Χριστού: Μανώηλη – Μανώηλη! Και την άλλη μέρα βρέθησα στα συκαμιές στον Αφική (περιφέρεια) ξεριζωμένες ευτές, παιδί μου, τον αρρώστειες, μα δε τζ’ ήφηκεν η Παναγία να πιάσουνε μέσ’ στο χωριό. Ήτον η ευλοημένη η ήτονε στο Φιλότι κ ύστερα από δύο μέρες εκούστηκε bως είναι και στα Νούμερα. (τ’ Ανούμερα και Βόθροι είναι το ίδιο χωριό. Τώρα ονομάζεται Κόρωνος και Φιλώτι είναι όνομα άλλου χωριού). Από πα τς ήβγαλεν η Παναγία. Και στον ύπνο dου να θωρή κανείς έτσ’ ασκημοϋναίκες, αγριοϋναίκες είν’ αρρώστιες και θάρθουνε μέσ’ στο χωριό. Αλλά πολλοί τσοι θωρούνε στο ξύπνος των. Χίλιοι όρκοι μας έχει καμωμένοι η συχωρεμένη η γριά Μαριώ, πως τόχει ευτό ιά δε που σας είπα με τα μάθια τζη θωρισμένο. 

Ζευγώλη – Γλέζου, Διαλεχτή (1930)
Thumbnail

Το τοπωνύμιον «Καλλονή» ευρίσκεται παρά την αγίαν Κυριακήν, εις το «Όξω χωριό» και απέχει μίαν περίπου ώραν εξ Απειράνθου. Προς βορράν και απέναντι υπάρχει χαράδρα, άνωθεν της οποίας υψούνται αποτόμως αι κορυφογραμμαί των ορυχείων της σμύριδος Μαλλάκια, Κακόρρνακας, Χάρακας. Εν «Καλλονή». Πιστεύεται υπήρχε κήπος κι πύργος μετά κρήνης, της οποίας, το ύδωρ κατήρχετο μέχρις αγίας Κυριακής δι’ απού (=αγωγού) και εποτίζοντο ούτω τα πέριξ «ποτιστικά» (=λαχανόκηπος). Πλην τούτου υπήρχον εισέτι αρκετοί υδρόμυλοι μετ’ αγροικιών (μητάτων) παρά τα καλλιεργημένα μέρη. Έτι ης σήμερον ακόμη διατηρούνται ίχνη του απού και των υδρομύλων. Ίχνη του πύργου όμως δεν εύρον. Ιστορικώς είναι βέβαιον ότι εν «Καλλονή» καθώς και εν τη τοποθεσία «Όξω χωριό» υπήρχε συνοικισμός καταστραφείς υπό πειρατών. Ιδού η περί «καλλονής» η εντοπία παράδοσις: «Ένα τούρκικο σπαντήδικο καράβι ήρθε gι άραξε κάτω στο Δρίακαθα κι είχε μέσα ένα bαιδί σκλαβάκι. Ευτοί λοιπό αφού ήρθασι στο Δριάκαθα εβγήκασι να πάρουσι νερό και το σκλαβάκι τσ’ εέλασε και των ήφυε. Ηπήρε dο λαgάδι κουτουρού και επάαινεν απάνω. Είδεν από μακρυά το πυργάκι τση Καλλονής κι έτρεξεν εκεί ιά να σωθή. Το πυργάκι με το bαξέ εκεί στην Καλλονή το ‘χε μια gόρη Φραγκοπούλα. Ευτή αντίς να κρύψη το παιδί, το σπιούνιαρε και το παράδωδε τσι σπαντήδες. Το σκλαβάκι, σαν το παράδωκεν η όμορφη Φραγκοπούλα που την ελέασι Καλλονή από την ομορφκιά τζη, εύρισεν, ανατολικά κι ήκαμε dο σταυρό dου κι είπε: «Θεέ μου ως δεν τόρπιζα να με παραδώση στη dυραγνία πάλι, έτσα να μην αρπίζη κι ευτή το σκαμπίλι, που θα τση δώση ο Θεός. Θεέ μου βούλησε το πυργάκι και πιλλάκωσέ τήνε!». Το παιδί το πήρασιν οι σπαντήδες. Η κατάρα dου όμως ήπκιασε και σε οροπή οφταρμού εβουλήσα dα γκρεμνάρια κι εχαλάσασι dο πυργάκι με το μπαξέ κι εσκορπίσασι gαι τη βρύση και βγαίνει τώρα σε τέσσερις μερεές το νερό. Από στότες λέσι: «Τα χαλάσματα τση Καλλονής». Υπάρχει και η αρά: «Αλί που να ενούνε σα dα χαλάσματα τση Καλλονής». [Ανακοίνωσις Ιω. Χάλκου ετών 70, σπαντήδικο= πειρατικόν, σπάντηδες= πειραταί, Τριάκαθας ή Μουτσούνα, εέλασε= εξυπάτησε, κουτουρού= χωρές σχέδιο, χωρίς να ξέρη, αλογίστως, σπιούνιαρε= επρόδωσε, εΰρισεν= εστράφη, τόρπιζα= το ήλπιζα, αρπίζη= ελπίζη, βούλησε= γκρέμισε, σε οροπή οφθαρμού= εν ριπή οφθαλμού, λέσι= λέγουν] 

Οικονομίδης, Δημήτριος (1934)
Thumbnail

Ο Μωάμεθ οdεν ήρχεψε να λέη στσι Τουρκαλάδες πως μόνο φτος ειναι θεός dόνε πιστεύγασι και αυτό επολέμα να κάνη θάματα, σα bου τα 'κανε ο Χριστός μας, μα δε dα κατάφερνε. Μια βολά 'υρίζει και τωνε λέει πως μπορεί να χτυπήση το ραβδί dου και να βγή α 'τή 'ής νερό. Απο βραδύς λοιπό εμάζωξεν ασκιά και τα έμωσε νερό κι εδιάηκε gαί τα 'χωσε με την άμμο. Την αυγή πο ξυπνήσασι dα μουχτερά ρω Τουρκώ εμυρίστησα d' ασκιά κι εδιάησα gαίτα ξεχώσασι και τα φάασι. Ώρα μερέdι εξεκίνησεν ο Μωάμεθ με τσι Τούρκοι να πάσι να κάμη το θάμα dου, εχτύπα μες ςστην 'ής μα δεν ήβγαινε dίοτα. Παρά 'κεί 'υρίζει και θωρεί τσι χοίροι να τρώσι d'ασκιά κι α;πο στότες εκαταρίστηκε να μη ξαναφάη Τούρκος χερνίσιο gριάς. (μουχτερά= γουρούνια, φάασι= έφαγεν, χερνίσιο= χοιρινό κρέας) 

Οικονομίδης, Δημήτριος (1934)
  • «
  • 1
  • 2
  • 3
  • 4
  • »

Πλοήγηση

Όλο το ΑποθετήριοΑρχείο & ΣυλλογέςΤόπος καταγραφήςΧρόνος καταγραφήςΣυλλογείςΛήμμαΚατάταξη παράδοσης (κατά Πολίτη)Ευρετήριο πηγώνΚείμεναΑυτό το ΑρχείοΤόπος καταγραφήςΧρόνος καταγραφήςΣυλλογείςΛήμμαΚατάταξη παράδοσης (κατά Πολίτη)Ευρετήριο πηγώνΚείμενα

Ο λογαριασμός μου

Σύνδεση

Περιήγηση ανά

Τύπος
Παραδόσεις (38)
ΣυλλογέαςΟικονομίδης, Δημήτριος (23)Ζευγώλη – Γλέζου, Διαλεχτή (15)Τόπος καταγραφής
Νάξος, Απείρανθος (38)
Χρόνος καταγραφής1934 (23)1931 (1)1930 (3)1928 (6)1926 (1)1925 (4)
Επικοινωνήστε μαζί μας | Αποστολή σχολίων
Κέντρον Λαογραφίας E-Mail: keel@academyofathens.gr
Δημιουργία/Σχεδιασμός ELiDOC
Λογισμικό DSpace Copyright © 2015  Duraspace


Το Έργο «Εθνικό δίκτυο ψηφιακής τεκμηρίωσης της άυλης και υλικής πολιτιστικής κληρονομιάς» στο πλαίσιο του Επιχειρησιακού Προγράμματος «Ψηφιακή Σύγκλιση» του ΕΣΠΑ 2007-2013, συγχρηματοδοτήθηκε από την Ευρωπαϊκή Ένωση και από εθνικούς πόρους.