• Ελληνικά
    • English
  • English 
    • Ελληνικά
    • English
  • Login
Search 
  •   Homepage
  • Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας
  • Search
  •   Homepage
  • Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας
  • Search
JavaScript is disabled for your browser. Some features of this site may not work without it.

Search

Show Advanced FiltersHide Advanced Filters

Filters

Use filters to refine the search results.

Now showing items 1-10 of 21

  • Sort Options:
  • Relevance
  • Text Asc
  • Text Desc
  • Time Recorded Asc
  • Time Recorded Desc
  • Results Per Page:
  • 5
  • 10
  • 20
  • 40
  • 60
  • 80
  • 100
Thumbnail

Η χουχλουβάγια ή χλού είναι έρημη και μοιριολογάει τη δυστυχία της : ‘’Eίχα μάννα παπαδιά κι’αδερφό γραμματικό, έρθη το θανατικό και τους πήρε και τους δυό’’ Άλλος πάλι λέν πως τάχα λέει οχτώ. Ήγουν είχεν οχτώ αδέρφια και τα χανε (την απέθαναν). Κάμποσι αυτό το λέν για το Γκιώνη. Άλλοι για τη Δεκοχτούρα που λέγει δεκοχτώ-δεκοχτώ, πως είχε δεκοχτώ αδέρφια και τα χασε. Σημείωσις : Η γλαύξ (χλού) είναι σύμβολον της ερημώσεως και καταστροφής δια τούτο και κατάρα ‘’Να λαλήσουν χουχλουβάγιες ‘ς το σπίτι του’’ να ερημωθή ο οίκος του. Επίσης όταν εύρωσι γλαύκας εις τινα οικίαν θεωρείται απαίσιον τούτο. Αλλά και ως όναρ ακόμη ομοίως εκλαμβάνεται. Ως φαίνεται οι αρχαίοι είχον την αυτήν παράδοσιν (ει και δεν έχομεν σαφείς μυθολιγικάς πληροφορίας περί γλαυκώς) Ο δε Αρτεμιόδωρος λέγει εις τα όνειροκριτικά του ΙΙΙ, 65 κι εισικιζόμενα δε εις οικίαν ταύτα (γλαύξ, ελεός, βύας, αιγωλιός, σκεύαζ, νυκτοκόραξ, εί τι άλλο νυκτερινόν όρνεον) έρημον έσεσθαι την οικίαν μαντεύεται. –Παρ’ημίν απαίσιον θεωρείται και το φονεύειν τα νυκτερινά άρνεα,εις και την κεύρκον ακόμη. 

Σάρρος, Δημήτριος Μ. (1893)
Thumbnail

Οι ξωθιές είναι όμορφες γυναίκες. Κάθονται σε σπηλιές, σε λόγγους, σε βουνά, σε ποτάμια και σε βρύσες. Χορεύουν, παίζουν με λαλούμενα και συχνά σεργιανούν εδώ κι εκεί, ‘ς τα χωράφια και ‘ς τα έρημα μέρη προ πάντων. Πολλές φορές οι γυναίκες τες ακούν ΄ς τα χωράφια τους που διαβαίνουν με τα βιολιά με βοές, με ταραχές. Κι άμα τες ακούσουν, σκύφτουν όλες ταπίπικα και λεν με το νου τους: Μέλ’ και γάλα ‘ς τημ ποδιά σας κωλοπάνια ‘ς τες δικές μας ή και σκ. τα ‘ς τες δικές μας. Κι έτσι οι ξωθιές περνούν δίχως να πειράξουν τίποτα. Πολλές φορές αν τύχη κανένα παιδί να κλαίη ‘ς το χωράφι εκείνην την ώρα, του παίρνουν τη φωνή οι ξωθιές. Άλλοτε πάλι σηκώνουν και τα δεμάτια και τα σκροπούν ‘ς τον αέρα, είδος ανεμοστρόβιλου, αλλά και τότε, όσοι βρίσκοντ’ εκεί, πρέπει να μη κρίνουν. Οι ξωθιές το γιόμα κάθονται και γιοματίζουν κι αν τύχη κανένας κι απεράση από κει και τες πατήση το τραπέζι, τότε αηλί π’ αυτόν. Παίρνεται χεροπόδαρα και δε μπορεί να σπαράξη και ούτε μπορεί να γιατρευτή ποτέ. ‘ς τα χωργιά μας, οιμά ‘ς το φοβερό Βίκο είναι κι ένα νερό που το λεν ξιωθιονέρι. Εκεί πάνουν δυό γυναίκες και παίρνουν το αλάλητο νερό (ή άκριτο νερό ή βωβό νερό ή αμίλητο νερό), πρώτα διαβάζονται ‘ς την εκκλησιά κι ύστερα κινούν με μεγάλη ευλάβεια, χωρίς να βγάλουν λαλιά από τη στιγμή που θα κινήσουν από το σπίτι τους, ως που να γυρίσουν πάλι. Πολλές λεν πως άμα φτάκουν ‘ς τον τόπο εκεί, ακούν φωνή από τις ξωθιές αν θα γυρέψη ο άρρωστος ή όχι. Με το νερό αυτό ποτίζουν και νίβουν ανάποδα τρεις φορές όσους αρρώστους νομίζουν ότι έχουν ησκιωτική αρρώστεια (είναι ησκιοπατημένοι ή ησκιωμένοι ή από ‘ξω ή οξωπάρθηκαν). Εδώ και λίγα χρόνια υπήγαν να πάρουν νερό για ένα που του πήραν τη φωνή οι Ξωθιές ‘ς το χωράφι, μικρό παιδί όντας. Και λεν πως τις είπαν οι Ξωθιές άμα έφτακαν ‘ς το ξωθιονέρι: «Μημ παιδεύεστε καϋμένες, κείνες είναι πεθαμμένες». Άλλες πάλι λεν πως ήκουσαν εκεί, άμα πήγαν «Κρίμα ‘ς τον νέον τον άρρωστο, κρίμα ‘ς τη φαμελιά του, απέθαναν αυτές οι δύο που πήραν τη λαλιά του». Άλλες πάλι: «Κρίμα ΄ς τον νιόν του όμορφο, κρίμα ‘ς την ομορφιά του, οπού δεν ζιούνε τωρ’ αυτές να δώσουν την υγεία του». Καθώς φαίνεται λοιπόν οι ξωθιές δεν είναι αθάνατες, όπως λεν οι κάμποσοι. Οι ξωθιές έχουν φτερά και τα βγάζουν και τα βάνουν όποτε θέλουν. Άμα όμως τους καούν τα φτερά τότε αυτές δεν ημπορούν να ζήσουν πλέον, καθώς φαίνεται από ένα παραμύθι παρακάτω. Πολλοί τες ξωθιές τα ανακατεύουν με τους διαβόλους και τ’ άλλα ησκιωτικά και λεν πως είναι ένα πράμμα μ’ εκείνα. Από το ακόλουθο όμως παραμύθι φαίνεται ότι δεν είναι τόσο κακές όπως τες λεν. Το παραμύθι το έβαλα εγώ εις στίχους, αλλά με τες ίδιες λέξεις του χωριού. Μου φαίνεται ότι το περισσότερο είναι ανέκδοτο και ολίγο περίεργο. Παραμύθι Η ξωθιά και το βασιλόπουλο. Λεβέντης γιος του βασιλιά νε βήκε ΄ς το κυνήγι περνάει λόγγους και σπηλιές, περνάει και ‘ς το ποτάμι, που τρεις καλότυχος ξωθιές αράδ’ αράδα πλένουν. Τις γλέπει ο γιος του βασιλιά και στέκει θιαμαγμένος κι εκείνες ψιλοτραγουδούν και κάνουν τη δουλειά τους, τηράει ο γιος του βασιλιά, λιγώνεται η καρδιά του. Μα σαν τον είδαν οι Ξωθιές αρπάζουν τα φτερά τους κι έγιναν άφαντες ευτύς με τα λαμπρά σκουτιά τους! Συρίζ’ ο γιος του βασιλιά ς’ τημ πόλη λιγωμένος κ η μάννα του τον ερωτάει κ η μάννα του του λέει: - Παιδί μου, τι λιγώθηκες; Τι θέλεις, τι σου λείπει; - Μάννα μου, να μ’ ερώτησες, να σου το μολογήσω μα τι ‘δαν τα ματάκια μου ‘ς του πόταμου το ρέμμα! Τρεις ηλιογέννητες ξωθιές επλέναν τα σκουτιά τους, αράδ’ αράδα τα πλεναν κι εψιλοτραγωδούσαν, τες είδα και λιγώθηκα! Μ’ είδαν αυτές και φεύγουν! Μάννα μου, τες λιμπίστηκα. Η μια ξωθιά θα πάρω ή κάλλια να πεθάνω! Ακούει και συλλογίζεται η μάννα τι να κάνη στέλνει φωνάζει μάγισσες, κι οι μάγισσες της λέγουν α να πάη το βασιλόπουλο και να παραμονέψη γιατί θα πάνουν οι ξωθιές ‘ς τομ πόταμο και πάλε, θα βγάλουν τες φτερούδες τους, ‘ς την άκρα θα τες βάλουν και θα ρηχτούν ‘ς τα ρέμματα να καθαρολοστούνε κι αν ημπορέση καμιανής κρυφά να τες αρπάξη, να τρέξη ΄ς το παλάτι του αλάλητο μ’ εκείνες κι έτσι θελά ‘ρθη κ’ η ξωθιά κοντά, για τες φτερούδες». «Εδώκ’ ο Θεός τη μέρα του. Οι τρεις ξωθιές και πάλι κατέβηκαν ΄ς τομ πόταμο και βγάζουν τα σκουτιά τους και λάμπ’ όλ’ η ποταμιά και λάμπει ο τόπος όλος. Βγάζουν και τες φτερούδες του ‘ς την άκρα κι απηδούνε με μιας ‘ς τ’ αφράτα τα νερά να καθαρολουστούνε. Παρέκει ο γιος του βασιλιά κρυφά παραμονεύει προβάλλει το κεφάλι του, τα μάτια του θαμπώνουν. Μα μπόρεσε μαργιόλικα και πάνει αγάλια – γάλια κι αρπάζει της καλύτερης τες δυο λαμπρές φτερούδες και με λαχτάρα και χαρά φεύγει και πάλι φεύγει. Τον είδαν σκούζουν οι Ξωθιές, πηδούν αχ’ το ποτάμι, αρπάζουν τα λαμπρά σκουτιά, κοιτούν για τα φτερά τους οι δυο τα πήραν, πέταξαν κι η τρίτη απομνήσκει! Παίρνεται η δύστυχη ξωθιά και κλαίει για τα φτερά της κι ακολουθάει κλιάμενη και πάει κοντά ‘ς εκείνα! Έρθη το βασιλόπουλο με τα φτερά ‘ς τα χέργια τα δωκ’ ευτύς της μάννας του να τα κρυφοκλειδώση για να μην τα βρη νη Ξωθιά καμμιά φορά και φύγη – Κλείδωσε, μάννα, τα φτερά κι έβγα να ιδής τη νύφη! Κλείδωσ’ η μάννα τα φτερά. Να κ’ η Ξωθιά ν οιτ’ έρχεται και λάμπ’ ο τόπος όλος. Τη γλέπουν νιοί και χάνονται γερόντοι σκανταλιούνται τη γλέπουνε κ οι λυγερές και πάνουν να χαθούνε τη γλέπει κ η βασίλισσα και λέει θιαμαγμένη «Καλό ΄ς τον ήλιο το λαμπρό με το χρυσό φεγγάρι». Γίνηκαν γάμοι ξαϊκουστοί μέσ’ ‘ς τα παλάτια τότε κι ο καλονιός εχαιρούνταν την όμορφ’ ανεράϊδα. Μια μέρα τόρθε μήνυμα ν’ από κοντό σιφέρι να πάνα το βασιλόπουλο. Κι εκίνησε και πήγε. Μα βήκε κ η βασίλισσα και πάει να προσκυνήση κι έμειν’ η νύφη μοναχή.Γυρεύει ‘ς το παλάτι και βρίσκει τες φτερούδες της, τες ντύεται και φουτράει! Στέκει ‘ς το δέντρο το ψηλό του παλατιού και λέει ‘ς τημ πεθερά που γύριζεν από την εκκλησιά της. «Γλυκειά, γλυκειά μου πεθερά, σ’ αφήνω γειά και φεύγω, και το γλυκό, γλυκό σου γιο χαιρέτα κι εγώ πάνω ‘ς τις Έλληνες, ‘ς τις Μέλινες ‘ς τηις μπαλαμπαλακούσες, ΄ς τα κρουσταλλένια τα ιβουνά ‘ς, τες μαρμαρένιες βρύσες». Είπε κι εγίνηκ’ άφαντη. Γυρνάει το βασιλόπουλο ν αχ’ το κοντό σιφέρι. – Καλή μέρα σου, μάννα μου, - Καλό ‘ς τον Ήλιο πόρθε, - Μάννα, το που ‘ναι η νύφη σου; - Τι να σου πω, παιδί μου; πηγαίνοντας ‘ς την εκκλησία να κάνω το σταυρό μου η νύφη μ’ ηύρε τα φτερά κι εφούτριξε και μου είπε: «Γλυκειά, γλυκειά μου πεθερά, σ’ αφήνω γειά και φεύγω, και το γλυκό, γλυκό σου γιο χαιρέτα κι εγώ πάνω ΄ς τες Έλληνες, ΄ς τις Μέλινες; ‘ς τις Μπάλα Μπάλα κούσες ‘ς τα κρυσταλλένια τα ιβαννά, ‘ς τες μαρμαρένιες βρύσες. Και κλαίει το βασιλόπουλο. Της μάννας του κακιώνει και φκιάνει από σίδηρο ποδήματα και φεύγει και πάει ρωτώντας για να βρη τον τόπο της καλής του τες Έλληνες, τες Μελίνες, τες μπαλακούσες, τα κρυσταλλένια τα ιβουνά, τες μαρμαρένιες βρύσες! Επάη το Βασιλόπουλο, κι ακόμα δεν εφάνη! Οι τέσσαρες στίχοι από τον 62- 66 φέρονται απαράλλακτα εις το παραμύθι. Ο στίχος 64 άγνωστον τι σημαίνει. Τι εννοεί με τις Έλληνες, τη Μέλινες και μπαλακούσες; Ίσως είναι ονόματα ξωθιών. Οι δε Μέλινες, αν μη είναι παρήχησες του Έλληνες, πιθανόν να υποκρύπτη το αρχαίον όνομα την κακοποιείν νυμφών «Μελίαι». Έτσι τελειώνει το παραμύθι της Ξωθιάς. Φαίνεται ότι το βασιλόπουλο εχάθηκε ή το κράτησαν οι Έλληνες, οι Μέλινες κι οι Μπαλαμπαλακούσες, απαράλλακτα όπως τα παλαιά χρόνια εκράτησαν τον όμορφον ύλαν, οπού τον απάλλαξεν ο Ηρακλής. Άλλοι πάλι λεν πως με πολλούς κόπους το βασιλόπουλο, αφού ηύρε πάλι την ξωθιά του και της πήρε τα φτερά, την ήφερε πάλι ‘ς το παλάτι του. Άλλα δεν ημπόρεσε να της βγάλη, λαλιά από το στόμα, αν κι απόχτσε μ’ αυτή και παιδί ακόμα. Και μια μέρα για να την κάνη να κρίνη παίρνει το παιδί τάχ’ αυτίς να το ρήξη ‘ς το φούρνο να το κάψη. Τότες αυτή έσκουζε κι είπε «μη σκύψι, το παιδί μου». Αλλά δεν είχε τα φτερά της να το πάρη να φύγη. Μια μέρα όμως ‘ς το πανηγύρι, εγέλασε τημ πεθερά της και της έδωκε τα φτερά της για να βγω κι αυτή ‘ς το χορό. Αλλά σαν έλαβε τα φτερά ‘ς τα χέρια αρπάζει και το παιδί και του φούτρηξε κι έφγε. Άλλοι λεν πως άμα την έπιακε το βασιλόπουλο πάλι, για να μη μπορή να του ματαφύγη της έκαψε τα φτερά ‘ς το φούρνο αλλά κατόπι πέθανε κ’ η Ξωθιά, όσο καίονταν τα φτερά. Τα ίδια πάνω κάτω με μας επίστευαν κι οι παλαιοί μας για τις Ξωθιές (νύμφας) (ίδε Μυθολογίαν De charme, με Τάφρ. Καράλη, σελ. 413 – 221. Curt Wachsmuth Η αρχαία Ελλάς εν τη νέα μετάφρ. Γαλανού 1868, Χαρμάζη, Κρητικά, σελ. 60.. Πολίτου Τ.Α. «μελέτη περί του βίου των νεωτέρων Ελλήνων». 

Σάρρος, Δημήτριος Μ. (1893)
Thumbnail

Μια φορά ο Ήλιος και το φεγγάρι ποίος από τους δύο γλέπ' καλύτερα. Το φεγγάρ' ήλεγε για τον εαυτό του. Τότε ο Ήλιος εθύμωσε και τόρριξε μια βουλτιά 'ς τα μούτρα. Κι από τα ν τότε το φέγγαρ' έχει τα μαυράδια που φαίνονται 'ς αυτό και γλέπει θολά. 

Σάρρος, Δημήτριος Μ. (1893)
Thumbnail

Τη γη την βαστάει ένας στούρος (ή στρίορας) σιδηρένιος, γύρα-γύρα 'ς το στούρο είναι τα δαιμόνια που του ροκανίζου όλον το χρόνο η που τα Χριστούγεννα τον φωτιάνουν λιανόν σαν κλιτοί, τότε λεν ας πέσωμε να κοιμηθούμε λίγο τώρα τα Χστούγεννα, να ζαποστάσουμεν. Κι έτσι έρχεται πάλι 'ς τομ ποσό του (=γίνεται όπως πρώτα). Τα δαιμόνια ξυπνούν, το γλέπουν κι αρχινούν πάλι να τον ροκανίζουν. Αυτό λένεται κάθε Χρόνο. Άλλοι πάλι λεν πώς μοναχά τα Χριστούγεννα ροκανίζουν το στούρο (ή στύλο) που βαστάει τη γή. Τα δαιμονια απο το κακό τους που γεννιέτ' ο Χστός. Αυτό φαίνεται και απο το ακόλουθο, όπου λέν τα παιδιά 'ς τους δρόμους τα Χριστούγεννα και τημ Παραμονή τους. Χριστούγεννα, Χριστούγεννα, Χριστός γεννάται τώρα γεννιέται και βαφτίζεται 'ς τους ουρανούς απάνω όλ'οι άγγελοι χαίρονται και τα δαιμόνια σκάζουν σκάζουν, σκάζουν και πλαντάζουν και τα σίδερα δαγκάνουν και το στούρο ροκανίζουν.> 

Σάρρος, Δημήτριος Μ. (1919)
Thumbnail

Τα δωδεκαημερα μια φορά ένα ησκιωτικό είχε γένει σάμ παπάς και μπήκε σε μια εκκλησιά μέσα, αλλά τον έννοιωσαν αμέσως κι έκλεισαν σφιχτά τες θύρες κι εβούλωσαν ως και τις κλειδονότρυπες κι αρχίνησαν δια του πάρτο όλο θυμίαμα, την εθυμιάτησαν ως που ο παπάς εκείνος έσκασε, κι ύστερα γίνηκε μαύρος κόρακας κι απέταξε μια φορά 'ς την κορφή της εκκλησιάς κι έπεσε κάτω κι έσκασε. Και εκεί πόπεσε κάτω κι έσκασε και εκεί πόπεσ' εμαύρισ' η πλάκα κι εγίνκεν άφαντος. <Μπήκε ίσως 'ς τα άβαθνα της γής> Κι ακόμα η πλάκα, λέν αύξεται μαύρη. 

Σάρρος, Δημήτριος Μ. (1919)
Thumbnail

Τα δωδεκάημερα τη νύχτα δε βγαίνουν όξω, αλλά πάντα μέσα κάθονται και άν ημπόρουν να βουλλώνουν και την κλειδονότρυπα της οξωθύρας του ξωστιού (εξώστον), γιατί τα ησκιωτικά μπαίνουν πι κι απο την κλειδονότρυπα. 

Σάρρος, Δημήτριος Μ. (1919)
Thumbnail

Η πανούκλα ήταν σα σκυλί που περβατούσε ΄ς τους δρόμους κι αφάντα την έπιακαν και την έκαψαν, γλύτωσ' ο κόσμος απ' αυτή. [Ίδε Δελτίον της Ιστορικής και Εθνολογικής εταιρείας Τομ. 1, τεύχος Α, πραγματεία Ν.Γ. Πολίτου]. 

Σάρρος, Δημήτριος Μ. (1893)
Thumbnail

Τον ήλιο δε μπορεί να τον χαρή η μάννα του, ούτε να τον ιδή από κοντά. Και το τραπέζι που τρώγει κρυφά του το στρώνει η μάννα του και του πάνει τ αφαγιά κιίσια γένεται άφαντη, γιατί άμα τηνε ιδή ο Ήλιος την τρώει. Από μακρυά μονάχα τη κρυφοχαίρεται η μάννα τ' κι, αν της βολέση τον κρυφοκοιτάζη. 

Σάρρος, Δημήτριος Μ. (1893)
Thumbnail

Γιορτόπιασμα = τέρας. Θεωρείται αμάρτημα το συνουσιάζειν την Κυριακήν και τας εορτάς διότι ενταύθεν προέρχουνται τα γιορτοπιάσματα = τέρατα. 

Σάρρος, Δημήτριος Μ. (1919)
Thumbnail

Μπούμπα = ''Φόβητρον των νηπίων ά ουτω καλούσι όλα τα έντομα 'ς ζωύφια μικρά και μεγάλα. 

Σάρρος, Δημήτριος Μ. (1893)
  • «
  • 1
  • 2
  • 3
  • »

Browse

All of the Digital RepositoryArchive & CollectionsPlace recordedBy Time RecordedAuthorsLemmaLegend classification (acc. Politis)Source indexTitlesThis ArchivePlace recordedBy Time RecordedAuthorsLemmaLegend classification (acc. Politis)Source indexTitles

My Account

Login

Discover

Type
Παραδόσεις (21)
CollectorΣάρρος, Δημήτριος Μ. (21)Place recorded
Ήπειρος, Ζαγόρι, Βίτσα (21)
Time recorded1910 - 1919 (6)1893 - 1899 (15)
Contact Us | Send Feedback
Κέντρον Λαογραφίας E-Mail: keel@academyofathens.gr
Δημιουργία/Σχεδιασμός ELiDOC
Λογισμικό DSpace Copyright © 2015  Duraspace


Το Έργο «Εθνικό δίκτυο ψηφιακής τεκμηρίωσης της άυλης και υλικής πολιτιστικής κληρονομιάς» στο πλαίσιο του Επιχειρησιακού Προγράμματος «Ψηφιακή Σύγκλιση» του ΕΣΠΑ 2007-2013, συγχρηματοδοτήθηκε από την Ευρωπαϊκή Ένωση και από εθνικούς πόρους.