Αναζήτηση
Αποτελέσματα 1-7 από 7
Σ σο γάλαν π'εκάεν εφύσεσεν και 'ς σο ταν'
(1931)
Ερμηνεία: Όποιος κάηκε 'ς το γάλα φύσεσε και 'ς το γιαούρτι...
Παραλλαγή: 'Σ σο γάλαν εκάεν...
Παραλλαγή: 'Σ σο γάλαν εκάεν...
Τρανόν βούκαν φα και τρανόν λόγον μη λες
(1931)
Μεγάλη μπουκιά φάε και μεγάλο λόγο μη λες...
Ταν ταν κοιλία εύκαιρον και δόντα 'κονεμένα
(1931)
Ταν ταν κοιλιά άδεια και δόντια ακονισμένα...
Ερμηνεία: Επί πειναλέων χορευτών ή των πολύ πτωχών...
Ερμηνεία: Επί πειναλέων χορευτών ή των πολύ πτωχών...
Ο λύκον το μαλλίν ατ αλλάζ' και το χούϊν ατ' κι αλλάζ'
(1931)
Ο λύκος αλλάζει το μαλλί του, και τη γνώμη του δεν αλλάζει...
Παραλλαγή: Ο λύκο το μαλλίν ατ' αλλάζ', το χούην ατ' ούτσ' αλλάζ...
Παραλλαγή: Ο λύκον το πόστ'ν ατ' αλλάζ' και το χούϊν ατ' κι αλλάζ...
Πόστιν = Δέρμα...
Παραλλαγή: Ο λύκο το μαλλίν ατ' αλλάζ', το χούην ατ' ούτσ' αλλάζ...
Παραλλαγή: Ο λύκον το πόστ'ν ατ' αλλάζ' και το χούϊν ατ' κι αλλάζ...
Πόστιν = Δέρμα...
Το κοινόν τ' άλογον μέσα κ' έχ'
(1931)
Δεν έχει μέση...
Ερμηνεία: Επί του πολλούς υπηρετούντος και δια τούτο μη αντέχοντος ή επί πράγματος ταχέως φθειρομένου ένεκα της χρήσεως υπό πολλών...
Ερμηνεία: Επί του πολλούς υπηρετούντος και δια τούτο μη αντέχοντος ή επί πράγματος ταχέως φθειρομένου ένεκα της χρήσεως υπό πολλών...
Όθεν πας, οκά τετρακόσα τράμα έχ΄
(1931)
Όπου πας, η οκά τετρακόσια δράμια έχει...
Προς αγοραστήν νομίζοντα ότι θα εύρη πράγμα ευθηνότερον, το οποίον παντού έχει την ιδίαν αξίαν. Και γενικώτερον ότι ο κόσμος παντού είναι ο ίδιος. Παραλλαγή : τέσσερ΄ εκατόν τράμα έχ΄...
Προς αγοραστήν νομίζοντα ότι θα εύρη πράγμα ευθηνότερον, το οποίον παντού έχει την ιδίαν αξίαν. Και γενικώτερον ότι ο κόσμος παντού είναι ο ίδιος. Παραλλαγή : τέσσερ΄ εκατόν τράμα έχ΄...
Ο πεινασμένον 'ς σ' όνερον ατ' κοτέρα 'λέπει
(1931)
Ο πεινασμένος 'ς τ' όνειρό του βλέπει κομμάτες ψωμιού...
Επί του διαρκώς έχοντος τι κατά νουν και φανταζομένου την απόκτησίν του, διότι το επιθυμεί...
Παραλλαγή: Ο πεινασμένον 'ς σ' όνερον ατ' κοτέρα 'λέπ...
Ο πεινασμένον 'ς σ' όνερον ατ' κερέτσα ελέπει (κόρες ψωμιού βλέπει)...
Ο πεινασμένον 'ς σ' ορωμανατ κοτέρα ελέπ'...
Ο πεινασμένον 'ς σ' άρωμαν ατ' κοτέλα ελέπει (κοτέλα = κοτέρα)...
Ο πεινασμένον 'ς σ' όρωμαν 'ατ' καρβέλα ελέπ'...
Επί του διαρκώς έχοντος τι κατά νουν και φανταζομένου την απόκτησίν του, διότι το επιθυμεί...
Παραλλαγή: Ο πεινασμένον 'ς σ' όνερον ατ' κοτέρα 'λέπ...
Ο πεινασμένον 'ς σ' όνερον ατ' κερέτσα ελέπει (κόρες ψωμιού βλέπει)...
Ο πεινασμένον 'ς σ' ορωμανατ κοτέρα ελέπ'...
Ο πεινασμένον 'ς σ' άρωμαν ατ' κοτέλα ελέπει (κοτέλα = κοτέρα)...
Ο πεινασμένον 'ς σ' όρωμαν 'ατ' καρβέλα ελέπ'...