• Ελληνικά
    • English
  • Ελληνικά 
    • Ελληνικά
    • English
  • Σύνδεση
Αναζήτηση 
  •   Αρχική σελίδα
  • Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας
  • Αναζήτηση
  •   Αρχική σελίδα
  • Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας
  • Αναζήτηση
JavaScript is disabled for your browser. Some features of this site may not work without it.

Αναζήτηση

Προβολή προηγμένων φίλτρωνΑπόκρυψη προηγμένων φίλτρων

Φίλτρα

Χρησιμοποιείστε φίλτρα για να περιορίσετε τα αποτελέσματα αναζήτησης.

Αποτελέσματα 1-10 από 416

  • Επιλογές Ταξινόμησης:
  • Συνάφεια
  • Τίτλος Αυξ.
  • Τίτλος Φθιν.
  • Ημερ. Υποβολής Αυξ.
  • Ημερ. Υποβολής Φθιν.
  • Αποτελέσματα ανά σελίδα:
  • 5
  • 10
  • 20
  • 40
  • 60
  • 80
  • 100
Thumbnail

Ήταν ένας ξερός δέντρος κι πήγι ένας ληστής κι ξεμουλοήθ’κε. Τ’ λέει ο πνευματ΄κός. Κρέμασι μια αλυσσίδα στο λιμό και θα σ’χουρηθής άμα πέσει η αλ’σίδα. Είχε 99 σκοτωμένους ανθρώπους. Θα παίρνης ένα ποτήρ’ νερό και θα πααίν’ς να ποτίζης τον δέντρο τον ξερό κι άμα ανθίσ’ τότε θα σ΄χωρηθής. Αν βρης στο δρόμο διψασμένο θα τον δίν’ς. Ύστερα θα ξαναγυρίζ’ς. Απάν’ στα τρία χρόνια πέρασ’ ένας δρομή. «Σταμάτα να σ’ δώσω νερό». – Όχι – Σταμάτα να πιής νερό! Άει στον κόρακα! Που πααίν΄ς. Σκέφτηκε τότε: Ενενήντα εννιά κι έναν εκατό. Του ‘ριξε τον σκότωσε. Αμέσως μι του φόνου, έπεσ’ η αλυσσίδα κι είδι και το δέντρο με φύλλα. Κι διαδίδεται πως από κει έγινε το ξύλο του σταυρού. (Εκείνος ήταν προδότης κι επήαινε να προδώσ’ στους κλέφτες, να κάψ’νε τα χωριά). 

Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (1959)
Thumbnail

Ο προυφήτ’ Ηλίας έκανε παράπονο στο Θεό. Ήβλεπε στραβά πράματα κι στεναχωριόdανε. – Μα πώς τσι βλέπεις αυτούνοι κι δεν τζι τιμωρείς; Ρώταγε το Θιό. – Άμα είσι Θιός, τούλεγε Κείνος, πρέπ’ νάχ’ς και κοιλιά φαρδειά να παραβλέπ’ς. – Θα μι δώσ’ς μένα ένα μήνα να γίνω Θιός ναν τζι τιμωρήσω αυτουνούς. – Δεν θα τα καταφέρ’ς. - Θα τα καταφέρου. – Άνdε να δούμι. Πάρ’ ένα μήνα νάσι σύ ο Θεός. Αρχίνησι ο προφήτ’ Ηλίας τότες κι’ έκανε μπουμπουνητά, βροχές, σεισμοί, κακό. Πήγε να καταστρέψη τον gόσμο. Έστειλ’ ο Θιός κι τον φώναξε : - Συ τρείς μέρες έχεις μονάχα πούσι στον ουρανό κι κονdεύ’ς να καταστρέψ’ς τον gόσμο φαντάσου σα θα μείν’ς ένα μήνα. – Άει φύγ’ από δώ και να μην πάς άλλο να κατοικοήσ’ς ανάμισα στουν gόσμο , φύγε ψηλά στα βουνά, να μη dουν βλέπ’ς. Έτσι τον έβαλε μακρυά στα βουνά, να μη βλέπη, πούτανε στενόκαρδος. Ο Θεός πολλά πράματα προβλέπει 

Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (1940)
Thumbnail

Ήτανε ένας κι έβοσκε γουρούνια και του ‘φυγε ένα και πήε κει και γέννησε και εγίνανε πολλά. Αγριευ’νε αυτά τα ζώα. Λένε πως εκεί είχε πολλά σκιωτικά. (κακός τόπος). Μυθολογούνε πως ένας τσοπάνος εφύλαε γίδια, στην άκρη στο στεφάνι. Βλέπει ένανε στρατιώτη με μπότες κι επερνούσε από την κόψη και πήγαινε προς το παιδί. Εκεί λοιπόν αύτος ευτού, εθέλησε δήθεν τόνε χτυπήση, και το παιδί εσκιάχτηκε κι έμεινε άρρωστο, 40 μέρες. Γι’ αυτό λέγεται και Κακολάγγαδο. 

Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (1958)
Thumbnail

Ο Μόσχος και ο Φράγκος ήταν Σμοκοβίτις κι οι δυό αυτούνοι. Και το Μαναστήρ' ο Άγιος Βασίλειος ήταν στο Σμόκοβο, εδώ στην άκρ' κεί που 'ναι η Ζωοδόχ. Πηγή. Το χτεί ο Αγ. Βασίλειος και πάει έπειτα και φέυγ' με το καντήλ' κεί που 'ναι σήμερα. Ήρθαν οι Ρεντινιώτις στρο Σμόκοβο κι είπαν τι έγινε. Επιτρόποι τότε ήταν ο Μόσχος και ο Φράγκος. Πήγαν πίσω και τον πήραν τον Άγιο με το καντήλ' πάλε στο Σμόκοβο. Πάλι τους έφ'γε, δεύτερη βολά. Αφού είδαν πως δεν ήθελε να ρθή στο Σμόκοβο, έδωκαν στο Μοναστήρ τα κτήματα τς και καντήλια κι εξαπτέρυγα και μύλια (μύλους) όλα τα 'δωκαν. Και τ' αντίσπορο σήμερα το παίρν' το Μοναστήρι. 

Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (1959)
Thumbnail

Η μητέρα του Ιούδα είδε στον ύπνο της, ότι θα κάνη ένα παιδί και θα είναι η καταστροφή των Ιουδαίων. Όταν το εγέννησε σε λίγους μήνες το έβαλε σ’ ένα κιβώτιο, το πισσώσανε και το ρίξανε στη θάλασσα. Απέναντι ήταν ένα νησάκι και το βρήκανε (το κιβώτιο) κάποιοι βοσκοί. Το επήραν και το ανάθρεψαν μέχρι 9 ετών. Δεν εμπορούσαν να το κρατήσουν άλλο, και το πήγαν στην απέναντι πολιτεία και το πουλήσανε. Το αγόρασε ο ίδιος ο πατέρας του, χωρίς να το ξέρη. Αυτός είχε κάμει κι άλλο παιδί. Ύστερ’ από καιρό, ήταν πονηρού πνεύματος ο Ιούδας κι εκεί που έπαιζαν, έδωσε μια πέτρα κι εσκότωσε τον αδερφό του, για να κληρονομήση την περιουσία του. Μετάνοιωσε όμως και έφυγε και πήγε στα Ιεροσόλυμα και γίνηκε υπηρέτης του βασιλέα. Μετά παρέλευση καιρού, έγινε ένας πόλεμος στην πατρίδα του πατέρα του και αναγκάστηκε ο Ρούσβελ (ο πατέρας του) και πούλησε την περιουσία του και πήγε κι αυτός στα Ιεροσόλυμα. Αγόρασε ένα μπαξέ, κοντά στο βασιλικό παλάτι. Ύστερ’ από καιρό, εβγήκε ο βασιλιάς στο παράθυρο και του είπε: - Τι ωραία άνθη έχει αυτό το περιβόλι! Του λέει ο Ιούδας. – Αμέσως, Μεγαλειότατε, να πάω να σου κόψω. Εκατέβηκε στο μπαξέ κι έκοψε μερικά λουλούδια και διάφορα οπωρικά. Όταν ήταν έτοιμος να φύγη, τόνε συνάντησε ο νοικοκύρης (ο πατέρας του;) και τον έβρισε και τον απείλησε. Αυτός άρπαξε μια πέτρα και τον εσκότωσε και πήε μετά στο βασιλέα. Μετά παρέλευση καιρού, του λέει ο βασιλιάς. Θέλεις να σε παντρέψω; Λέει, ναι. Του έδωσε τότε μια νύφη, που έτυχε να είναι η μητέρα του. Μ’ αυτήνε έκανε ένα παιδί. Η γυναίκα του κάποτε άρχισε να κλαίη και να διηγήται τα παθήματά της. Όταν τα άκουσε ο Ιούδας , εννόησε πως ήταν η μητέρα του, την παράτησε και πήε και συνάντησε το Χριστό. Έγινε Απόστολος και ο Χριστός τον είχε ψωνιστή του. Η φιλαργυρία του όμως τον έκανε να κλέβη τακτικά απ’ ότι εψώνιζε. Και όταν πέρασε καιρός, επήρε 33 αργύρια και παράδωσε το Χριστό. Το μεταμελήθηκε έπειτα και πήρε ένα σκοινί να κρεμαστή, αλλά κι αυτό το έκαμε για να πάη πουλιό μπροστά από το Χριστό να κερδήση την Ανάσταση. Αλλά αυτός δε συχωρέθηκε ποτέ. 

Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (1960)
Thumbnail

Το ’κοψαν το κεφάλι οι Τούρκοι μαζί με άλλων καπιτανέων τα κεφάλια και τα πήγανε στα Τρίκκαλα στο κονάκι του Πασά. Ένας επιτήδειος αποκλειστικής φίλος του αγίου (Όσιου Σεραφείμ), έκλεψε το κεφάλι και περνώντας από μια γέφυρα, που τη φύλαγαν οι Τούρκοι (είχε φυλάκιο) το πέταξαν στο ποτάμι. Σε λίγη απόστασι από τη γέφυρα το κεφάλι στάθηκε σε σερπί με λουριά ή καλάμια, που φκιάνουν, για να ψαρεύουν στο ποτάμι. Και το πρώτο βράδυ έδωσε φως μέχρι τον ουρανό κι έφεγγε όλον τον ουρανό. Τότε εκατάλαβαν πως είναι άγιος πραγματικός. Μέχρι τότε δεν ήξεραν. Επήγαν τότε άνθρωποι από άλλο χωριό και τ’ αγόρασαν (το πλήρωσαν σ’ εκείνον που πήγε και το πήρε από το σερπί που κατάλαβε πως είναι θαυματουργό). Και πήγαν οι χωριανοί του και τ’ αγόρασαν. Το ‘χουνε εκεί και γυρίζει το κουτί με την κεφαλή και το παίρνουν για ασθένειες και ζώα με πρόσκληση (ή και χωρίς πρόσκληση). Είναι ο πιο νέος άγιος στη περιφέρεια μας εδώ και 300 χρόνια. 

Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (1959)
Thumbnail

Εδώ και 50 χρόνια είχανε ακόμα οι Θωνιώτες κτήματα στο Μαθράκι και πηγαίνανε και τα καλλιεργούσανε. Εβαίνανε το ζευγάρι στο καΐκι και πηγαίνανε στο Μαθράκι κι αλατρεύανε. Επήρανε και τις ονομασίες στα νησιά τους. Είπανε Μεροβίγλι τα βουνά τους. Κι είπανε κι αυτοί: Απάνω-πάντα, Κάτω-πάντα. (Εδώ είναι Απανωμερίτες οι κατέχηδες και κατωμερίτες οι Κασίμηδες). 

Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (1960)
Thumbnail

Στο Μετόχι του Μοναστηριού, στο Δερβένι Καρυά (Λιανοκλάδι) ήτανε αγρός και κάτι κτίρια. Ένας τσοπάνος είχε γίδια αγορασμένα. Εκοιμήθ'κε το βράδ' εκεί και το πρωΐ τα βρήκε ψοφησμένα. Εσηκώθηκε και πήρε τον παπά κι εδιάβασε αγιασμό και ζωντάνεψαν τα κατσίκια. Ο παπάς τον εξήγησε πως κάτι συμβαίνει εκεί και να σκάψουν. Ηύραν λοιπόν εικόνες, το άγιο ποτήριο, το σταυρό, την κολυμπήθρα. Επειδή παλιότερα είχε μετόχι από δώ. Πήγαιναν από τα ζώα του Μοναστηριού και ξεχείμαζαν. 

Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (1959)
Thumbnail

Τότε που οι Τούρκοι δεν εκάμανε τίποτα στον Άη Γιάννη (που τους ξέφυγε ο παπάς κι οι κάτοικοι στον Τούρλο), φύγανε με τα καράβια και περνώντας χτυπήσανε με τα καράβια και περνώντας με τα κανόνια τον Αή Λιά και τον εγκρεμίσανε. Ο Άη Κωνσταντίνος και ο Άη Λιάς ήτανε μετόχια του Άη Γιαννιού. Ήτανε εκκλησούλα μικρή αλλά τη βαρέσανε τα χρόνια εκείνα. Άλλοι λένε οτι είχανε βγή στο Χουχουλιό κουρσάροι και χτυπούσαν και αυτοί (οι νησιώτες) αμπαρώθηκανε. 

Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (1958)
Thumbnail

Κτηνοτρόφοι πρωτόχτισαν το χωριό από την Εκκλησία του Αγ. Αθανασίου. Έφεραν την εικόνα από την Αλεξάνδρεια. Πήγαν δυό και την πήρανε, οι Καρής και Γαλάνης και άλλοι. Και την ήφεραν μαζί στον ώμο. Πήγανε επίτηδες και την έφεραν. Η εκκλησία έχει χρονολογία κτισίματος 1777. Γύρω οι κτηνοτρόφοι εχώρισαν, έκαμαν και άλλα σπίτια κι έτσι εμεγάλωσε το χωριο. (Χωριό = Κέδρο Καρδίτσης) 

Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (1959)
  • «
  • 1
  • 2
  • 3
  • 4
  • . . .
  • 42
  • »

Πλοήγηση

Όλο το ΑποθετήριοΑρχείο & ΣυλλογέςΤόπος καταγραφήςΧρόνος καταγραφήςΣυλλογείςΛήμμαΚατάταξη παράδοσης (κατά Πολίτη)Ευρετήριο πηγώνΚείμεναΑυτό το ΑρχείοΤόπος καταγραφήςΧρόνος καταγραφήςΣυλλογείςΛήμμαΚατάταξη παράδοσης (κατά Πολίτη)Ευρετήριο πηγώνΚείμενα

Ο λογαριασμός μου

Σύνδεση

Περιήγηση ανά

Τύπος
Παραδόσεις (416)
Συλλογέας
Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (416)
Τόπος καταγραφήςΠαξοί (60)Ιθάκη (46)Καρδίτσα, Ρεντίνα (38)Λευκάδα, Μεγανήσι, Βαθύ (31)Κέρκυρα, Οθωνοί (29)Καρδίτσα, Αηδονοχώρι (28)Καρδίτσα, Θραψίμι (28)Καρδίτσα, Σμόκοβο (18)Λευκάδα, Μεγανήσι, Κατωμέρι (18)Λευκάδα, Μεγανήσι, Σπαρτοχώρι (18)... Προβολή ΠερισσότερωνΧρόνος καταγραφής1950 - 1960 (372)1940 - 1949 (33)1937 - 1939 (11)
Επικοινωνήστε μαζί μας | Αποστολή σχολίων
Κέντρον Λαογραφίας E-Mail: keel@academyofathens.gr
Δημιουργία/Σχεδιασμός ELiDOC
Λογισμικό DSpace Copyright © 2015  Duraspace


Το Έργο «Εθνικό δίκτυο ψηφιακής τεκμηρίωσης της άυλης και υλικής πολιτιστικής κληρονομιάς» στο πλαίσιο του Επιχειρησιακού Προγράμματος «Ψηφιακή Σύγκλιση» του ΕΣΠΑ 2007-2013, συγχρηματοδοτήθηκε από την Ευρωπαϊκή Ένωση και από εθνικούς πόρους.