• Ελληνικά
    • English
  • Ελληνικά 
    • Ελληνικά
    • English
  • Σύνδεση
Αναζήτηση 
  •   Αρχική σελίδα
  • Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας
  • Αναζήτηση
  •   Αρχική σελίδα
  • Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας
  • Αναζήτηση
JavaScript is disabled for your browser. Some features of this site may not work without it.

Αναζήτηση

Προβολή προηγμένων φίλτρωνΑπόκρυψη προηγμένων φίλτρων

Φίλτρα

Χρησιμοποιείστε φίλτρα για να περιορίσετε τα αποτελέσματα αναζήτησης.

Αποτελέσματα 1-10 από 105

  • Επιλογές Ταξινόμησης:
  • Συνάφεια
  • Τίτλος Αυξ.
  • Τίτλος Φθιν.
  • Ημερ. Υποβολής Αυξ.
  • Ημερ. Υποβολής Φθιν.
  • Αποτελέσματα ανά σελίδα:
  • 5
  • 10
  • 20
  • 40
  • 60
  • 80
  • 100
Thumbnail

Ο προυφήτ’ Ηλίας έκανε παράπονο στο Θεό. Ήβλεπε στραβά πράματα κι στεναχωριόdανε. – Μα πώς τσι βλέπεις αυτούνοι κι δεν τζι τιμωρείς; Ρώταγε το Θιό. – Άμα είσι Θιός, τούλεγε Κείνος, πρέπ’ νάχ’ς και κοιλιά φαρδειά να παραβλέπ’ς. – Θα μι δώσ’ς μένα ένα μήνα να γίνω Θιός ναν τζι τιμωρήσω αυτουνούς. – Δεν θα τα καταφέρ’ς. - Θα τα καταφέρου. – Άνdε να δούμι. Πάρ’ ένα μήνα νάσι σύ ο Θεός. Αρχίνησι ο προφήτ’ Ηλίας τότες κι’ έκανε μπουμπουνητά, βροχές, σεισμοί, κακό. Πήγε να καταστρέψη τον gόσμο. Έστειλ’ ο Θιός κι τον φώναξε : - Συ τρείς μέρες έχεις μονάχα πούσι στον ουρανό κι κονdεύ’ς να καταστρέψ’ς τον gόσμο φαντάσου σα θα μείν’ς ένα μήνα. – Άει φύγ’ από δώ και να μην πάς άλλο να κατοικοήσ’ς ανάμισα στουν gόσμο , φύγε ψηλά στα βουνά, να μη dουν βλέπ’ς. Έτσι τον έβαλε μακρυά στα βουνά, να μη βλέπη, πούτανε στενόκαρδος. Ο Θεός πολλά πράματα προβλέπει 

Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (1940)
Thumbnail

Αει να φας ένα gομμάτ' ψωμί, να gξεχάσ'ς τα bετούνιο 

Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (1940)
Αφίνεις τα καλά για τα χειρότερα
Thumbnail

Ζαν έχ΄ς καμό, άει στο bοταμό! 

Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (1940)
Thumbnail

Μη μ' ζαλίης έϊτσεινο π' αν έχω 

Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (1940)
Ερμηνεία: Μη μου ζαλίζης εκείνο που δεν έχω. Φράση που τη λένε οι γυναίκες, με τη σημασία του: άει ξεφορτώσου με (εκείνο που δεν έχω = τ' αρχίδια)...
Thumbnail

Άσπρος γιννειέται 'κόρακας και κόκκινος μαλλιάζει και μαύρος καταστήνεται και τω γονιώ του μοιάζει 

Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (1940)
Thumbnail

Ήτανε ένα χωριό, τα Χύδηρα. Βγαίνανε συχνά ληστές και κουρσεύανε. Γι αυτό έφυγαν κια πήγαν αλλού τους ωδήγεψε η Παναγία. Είχανε μιαν εκκλησία το κόνισμα της Παναγίας έφυγε και πήγε και κάθισε στο σημερινό χωριό, Λάψαρνα. Κάθ'σε σ' ένα ρομάν' κι του βράδ' άναβε 'κει ένα φώς. Οι χωριανοί που ζητούσαν το κόνισμα, είδαν το φώς και πήγαν κοντά. Βρήκαν το κόμισμα τ'ς και το πήραν, μα πάλι τους έφυγε. Αυτό γίν'κε τρείς φορές. Αναγκάσκαν λοιπόν να κτίσουν εκεί τ'ν ακκλησία τους και το χωριό. Έχει εκεί και άγιασμα, νερό μέσ' στο ρομάνι, άφθονο κρύο, αλαφρύ, που το λέν “πομύρισμα”. 

Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (1940)
Thumbnail

Ο προφήτ’ Ηλίας ήτανε σ’ ένα χωριό και ζούσε μαζί τ’ς ανθρώπους. Όλοι τους ήdαν ειδωλολάτρες και δε bιστεύγανε το Θεό. Ο προφήτ’ Ηλίας ήταν άνθρωπος του Θεού, ήσυχος και καλός. Καθέ μέρα προσεύχεdαν . Ο θεός έβλεπε τους ειδωλολάτρες κι ήξερε τα εγκάρδιά τους , γι’ αυτό ήθελε να τους καταστρέψη. Έκαμε τρία χρόνια ανεδριά και δεν έβρεχε. Αυτοί άρχεψαν να πεινάνε. Όσα είχαν τα φάγανε. Φάγανε όλα τα τρεφώματα τ’ς. Τα δέντρα ξεράθηκαν. Μια γριά βγήκε έξω απ’ το χωριό, να βρή κάτι να μαγειρέψη. Είχι ένα παιδάκι κι τ’ άφησε σπίτι τ’ς. Κει που γύρζε στο βουνό και μάζευε κλαράκια, βρήκε τον Προφήτ’ Ηλία έξω απ’ την καλύβα του. – Που γυρίζ’ς εδώ; Τη ρώτξε. – Έφυγα πέ τη bείνα κι ήρτα να μαζέψω ότι εύρω να φάμε. Του είπε πως πεινάνε ούλοι κάτω στο gάbο και πως έχει τρία χρόνια να βρέξη. – Δε gάνατε λιτανεία, να παρακαλέστε το Θεό να βρέξη; - Κάναμε. – Θα κατέβω εγώ κάτου, να σας κάνω λιτανεία να βρέξ’. Τι έχεις εσύ και τρώς; - Λίγο αλεύρι και λάδ’ στο κιούπι μ’ κι απ’ ότι φκειάνουμε, τρώω μισό εγώ και μισό το παιδί μου – Δε με gάν’ς ένα κουλουράκι να φέρ’ς και μένα; - Αφού θέλεις, θα σε φέρω. Ας μη φάμε εγώ και το παιδί μου. – Ευχαριστώ. Και θα παρακαλέσω το Θεό, να στα διπλασιάση. – Έφ’γε η γριά να πάη στο σπίτι τ’ς, να φέρει το κουλούρι, μα όταν έφτασε κει, βρήκε το παιδί της πεθαμένο. Σηκώνεται πάει πάλι στο βουνό ναβρή τον Προφήτ’ Ηλία (έμαθε δα το μέρος). – Το και το, του λέει. – Τραύα εσύ μπροστά, της λέει κείνα, και θάρθω σπίτι σου. Έγινε τεπτίλ’ και κατέβηκε στο χωριό. Φτάνει στο σπίτι τς γυναίκας, πάει στο κρεββατ’ του παιδιού, το ξεσκεπάζει κι άρχεψε τα γέλια. – Να πούναι γέρο! Τι μου λές πως πέθανε; Θάμασ’ αυτή, βγαίνει έξω, τρέχει το λέει στον Πρόεδρο το και το. – Εσύ που τον ξέρ΄ς, της λέει κείνος, να πάς να τον φέρ’ς εδώ. Πήγε τούπε του Προφήτ’ Ηλία και κατέβ’κε στον πρόεδρο. – Συ πούκανες τέτοιο θάμα στη γυναίκα, μπορείς να κάν’ς και το θεό να βρέξ’. – Να κάμετε λιτανεία στο Θεό. Αυτοί πιάσανε κ προσκυνούσαν τα δέντρα και τα ράχτια. Περίμεναν ύστερα να βρέξη, τίποτα. Αρχεύει τότε ο Προφήτ’ Ηλίας να κάνη δέηση. Σήκωσε τα χέρια του και παρακάλαε τον αληθινό Θεό. Σ’ ένα τέταρτο της ώρας άρχεψε να συννεφιάζ’ ο ουρανός, να μπουμπουνίζη, κι έπιασε βροχή που κράτησε τρία μερόνυχτα. Ποταμός έτρεχε το νερό. Τα σπίτια γιόμωσαν. Τώρα άρχεψαν να παρακαλούν σταματήσ’. Λένε της γριάς : - Να πά να τον φέρ’ς να μας σταματήσ’ τη βροχή, αλλιώς θα πνιγούμε. Πάει η γριά στο βουνό, βρίσκει τον Προφήτ’ Ηλία, του το λέει. Κατέβηκε εκείνος πάλι στο χωριό. – Θα μου φέρετε, τους λέγει, πέντε φορτία ξύλα. Φέρανε τα ξύλα και τα στοιβάξαν, κάμαν ένα καμενάκ’ (σωρό). – Φέρτε μου τώρα και νερό πολύ. Τούφεραν το νερό, πήρε αυτός έναν dενεκέ κι άρχισε να βρέχει τα ξύλα. Αφού τα ‘βρεξε καλά, τραβάει ένα σπίρτο και τους βάνει φωτιά. Έγινε dουμάνι καπνός, που γέμ’σε ο ουρανός. Πήγε πάνω και σταμάτ’σε τη βροχή. Είδανε κι αυτό το θαύμα οι δωλολάτρες κι’ επιστέψανε στο Θεό. Ύστερα ο Προφήτ’ Ηλίας ανέβ’κε πάλι στο βουνό του και κάθ’σε εκεί. Κάθεται πάντα στο βουνό και προσεύχεται και προφητεύει. (Τεπτιλ’ = δηλ. μεταμφιέσθη, άλλαξε,) 

Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (1940)
Thumbnail

Όσο ζω και δεν bεθαίνω, τόσο βλέπω και μαθαίνω 

Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (1940)
Thumbnail

Όσο ζης και δε bεθαίν'ς, τόσ' ακούς και δε μαθαίν'ς 

Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (1940)
Thumbnail

Βρέχει βρέχει και χιονίζ' και τα μάρμαρα ποτίζ' 

Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (1940)
Το λενε τα παιδιά σα βρέχ'
  • «
  • 1
  • 2
  • 3
  • 4
  • . . .
  • 11
  • »

Πλοήγηση

Όλο το ΑποθετήριοΑρχείο & ΣυλλογέςΤόπος καταγραφήςΧρόνος καταγραφήςΣυλλογείςΛήμμαΚατάταξη παράδοσης (κατά Πολίτη)Ευρετήριο πηγώνΚείμεναΑυτό το ΑρχείοΤόπος καταγραφήςΧρόνος καταγραφήςΣυλλογείςΛήμμαΚατάταξη παράδοσης (κατά Πολίτη)Ευρετήριο πηγώνΚείμενα

Ο λογαριασμός μου

Σύνδεση

Περιήγηση ανά

ΤύποςΠαροιμίες (72)Παραδόσεις (33)Συλλογέας
Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (105)
Τόπος καταγραφήςΛέσβος, Τελώνια (37)Λέσβος, Αγιάσσος (35)Μικρά Ασία, Αδραμύττιο (17)Λέσβος, Πέτρα (10)Λέσβος, Πληγώνι (2)Κεφαλληνία, Ληξούρι (1)Λέσβος (1)Λέσβος, Καλλονή (1)Λέσβος, Σκουτάρος (1)Χρόνος καταγραφής1941 (1)1940 (104)
Επικοινωνήστε μαζί μας | Αποστολή σχολίων
Κέντρον Λαογραφίας E-Mail: keel@academyofathens.gr
Δημιουργία/Σχεδιασμός ELiDOC
Λογισμικό DSpace Copyright © 2015  Duraspace


Το Έργο «Εθνικό δίκτυο ψηφιακής τεκμηρίωσης της άυλης και υλικής πολιτιστικής κληρονομιάς» στο πλαίσιο του Επιχειρησιακού Προγράμματος «Ψηφιακή Σύγκλιση» του ΕΣΠΑ 2007-2013, συγχρηματοδοτήθηκε από την Ευρωπαϊκή Ένωση και από εθνικούς πόρους.