• Ελληνικά
    • English
  • Ελληνικά 
    • Ελληνικά
    • English
  • Σύνδεση
Αναζήτηση 
  •   Αρχική σελίδα
  • Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας
  • Αναζήτηση
  •   Αρχική σελίδα
  • Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας
  • Αναζήτηση
JavaScript is disabled for your browser. Some features of this site may not work without it.

Αναζήτηση

Προβολή προηγμένων φίλτρωνΑπόκρυψη προηγμένων φίλτρων

Φίλτρα

Χρησιμοποιείστε φίλτρα για να περιορίσετε τα αποτελέσματα αναζήτησης.

Αποτελέσματα 1-10 από 80

  • Επιλογές Ταξινόμησης:
  • Συνάφεια
  • Τίτλος Αυξ.
  • Τίτλος Φθιν.
  • Ημερ. Υποβολής Αυξ.
  • Ημερ. Υποβολής Φθιν.
  • Αποτελέσματα ανά σελίδα:
  • 5
  • 10
  • 20
  • 40
  • 60
  • 80
  • 100
Thumbnail

Το κάστανο θέλει κρασί και το καρύδι μέλι και το κορίτσι φίλημα πρωϊ και μεσημέρι 

Ρεμπέλης, Χαράλαμπος (1929)
Συχνάκις αναμιμνήσκονται το κρασί ή το μέλι όταν έχουν κάστανα ή καρύδια ως συμπλήρωμα δε του δυστίχου παροιμίας αναφέρουν και το φίλημα της κόρης...
Thumbnail

Οχπάν’ από το μύλο το βακούφ’κο τα Βούρμπιανης οχπέρ’ από το πέτρινο γιοφύρ’ είναι μια πέτρα μεγάλ’ και τσουρτσουλωτή, που τη λέν Κάστρο. Αυτή η πέτρα απλώνεται από την οχπίσω τη μεριά κι είν’ απάτ’ τη, μόν’οι ντραγαταραίοι το καλοκαίρ’ γραπατσώνουνται κι ανεβαίν’ν στην κορφή στον τσούρτσουλα και φειάν’ν με κλαριά τη ντραγατισιά για να κάθουνται στον ήσιο και να φ’λα΄ν τα’αμπέλια πούειναι καρσί στη Μπιζιωνιά, στου Τόσ’, στις Λόντσες και στο Γιατίκ’, γιατ’ είναι καραούλ’ το κάστρο κι έχ’αγνάντιο. Στη ρίζα αυτ’νής τα Πέτρας, εκεί που περνάει ο δρόμος για το Πετσίγκαζο, βαθειά στη γής, ζούσ’εδώ και σαράντα πενήντα χρόνια ένα στοιχειό και φύλαε ένα κακαβούλ’ γιομάτο φλωριά που τα ‘χαν θάψ’ εκεί μέσα οι κλέφτες. Αυτό το στοιχειό, όπως μου μολογούσε ο Μήτρο Προφύρ’ς από τη Σέλτσ’, που ‘χε κάνει χρόνια ντραγάτ’ς στη Βούρμπιανη και το ‘χε δή, ήταν ένα μεγάλο φίδ’ ίσια με τρείς τέσσερ’ς οργυιές και χοντρό σα λουμάκ’, είχε ένα κεφάλ’ σαν από μόσ’χρονιάρ’κο με κάτ’ μάτια σαν πεντόλιρα και κάθε νύχτα το βάχτ’ τα μεσάν’χτα έβγαιν’από τη σπλιά και κατέβαινε παρακατίτσας στο ποτάμ’ για να πιή νερό, μόν’ δεμ πείραζε άνθρωπο, μοναχά μαυλούσις κάποτες καμιά γίδα και καμιά προβατίνα και τα’ν έτρωε. Τόσες βολές οι μυλωνάδες απ’το μύλο το βακούφ’κο, που πήγαιναν νύχτα στη δέσ’για να μας’ν το νερό, τόμπλαξαν που ροβολούσε στο ποτάμ’να πιή νερό, άκ’σαν τα πέτρες και τα χαλίκια, που τα μάζωνε, όπως έρουνταν, κι είδαν τα μάτια του που γκάλιζαν σαν αναμμένα κάρβουνα…για… εδώ και κείγια για γκουντζιάρ θερίο με κέρατα. <Ένα βράδ’ ο Κώτα Μπουρέκας ο μυλωνάς παραμόνεψε οχπάν’ από τα’αυλα΄κι του μύλου με μια τσιάγγρα, για να το σκοτώσ’και να του πάρ’το παντζέ χρ’ πούειναι ιλιάτς για πολλές αρρώστειες και το βάνουν σε μαντζούνια και το λαμπικαρισμένο χρυσαφ’κο πόχ’μέσα στ’άντερα, μόν’ άμα τόειδε αρχίν’σε να τρέμ’ και τόπεσε το ντουφέκ’από τα χέρια κι απόμ’ντο ο κάψο Κώτας έτσ’ αραγμένος απ’το φόβο του, ώσπου πάει ο σύντροφός του ο Κήτο Παπαδήμος και τον ανέφερε. Τώρα έχ’πολλά χρόνια που δεν ματαφάν’κε αυτό το στ’χειό. Τι γίνκε… κένα δεν ξέρ’. Ο μακαρίτς ο Λάμπρο- Μπούσ’ς μούλεγε πως έφ’γε ‘πό το Κάστρο και πάει φλότερα στη σπλιά τα Μελισσόπετρας. 

Ρεμπέλης, Χαράλαμπος (1929)
Thumbnail

Για το Τούρονοβο μου ‘λεγε τα προάλλες ο Παπαμουστακλής πώς εδώ κι εξακόσια εφτακόσια χρόνια ήταν μεγάλο χωριό κι έφτανε ως το Τουρψί, οχπέρ από το ποτάμ’, πούηταν ετότες ένα μικρό λακκούς με λιγοστό νερό κι είχε μοναστήρ΄εκεί που είναι σήμερις η Παναγιοπούλα, μ’ ένα μεγάλο μετόχ’ στ’ς Πληκάδες. Σ’ αυτό το μοναστήρ’ ένας καλός καλόερος είχε κάν’ και σκολειό και πήγαιναν τα τσιούπιά και τα παιδιά και μάθαιναν γράμματα. Δεν ξέρω πως έν’ από τα μεγάλα τσιουπιά βρέθηκε γιομάτα κι έρριξαν το βάρος γι’ αυτό στον καλόερο κι άδκα τον κατηγόρ’σαν όλ’ οι χωριανοί και δίχως να καλαξετάσ’ν τον πήραν και τον κρέμασαν πέρ’ απ’ το ποτάμ΄ στο λόγγο και από τότες αυτόν τον τόπο τον λέν’ στο «Καλόερου». Καλά! μόν ο Καλόερος ήταν λαγαρός κι εκεί που τον πήγαιναν να τον κρεμάσ’ν τους είπε ότ’ άδικα θα τον σκοτώσ’ν μόν’ οι χωριανοί τίποτες. Τότες κι αυτός τους καταριάστ’ κι να μη μαλλιάσ’ το χωριό και ποτές να μη φτάν’ τα πενήντα σπίτια ως τα σαρανταεννιά μοναχά. Λίγον καιρό ύστερ’ από το σκοτωμό του Καλόερου κατάκατσ’ ο τόπος εκεί που ήταν το χωριό, ξεκόπ’κε το βουνό οχπάν’ από το Τουρψί και πετρώθ’κε όλο το χωριό και μοναχά ένα σπίτ΄γλύτωσε, αυτό που πιστήριζε τον Καλόερο κι ήλεγε ότ’ είναι λαγαρός, τ’ άλλα τα σπίτια, παραχώθ’καν κι ως τα σήμερα αυτόν τον τόπο τον λεν «στα Μνήματα». Ο Νοικοκύρ’ς που γλύτωσε ήρθε κι έχτ’σε σε σπίτ’ ψίχα ψ’λότερα π’ εκεί που είναι σήμερα το Τούρνοβο, παρακατίτσ’ απ’ την Παναγιοπούλα κι αυτόν τον τόπο τον λεν και σήμερις μέρα «Σημάδ’», γιατί απ’ όλο το χωριό ένα σπίτ’ μονάχα γλύτωσε, έτσ’ οι Τουρνοβίτες δεν έχ’ν φόβο μη τους πιάκ’ η κατάρα του Καλόερου, για την αδικία που τόρριξαν οι πάπποι τους. Ο Δημήτρ’ Σκαλιστής μου ‘λεγε πως οι Τουρναβίτες εδώ και διακόσια χρόνια με τη βοήθειά του Μπέη γκύλισαν και κατ’ άλλους καλόερους από το Παλιομονάστερο τς Βούρμπιανης που είναι καρσί στο Μεγαλάκκο και γι’ αυτό όλο και σιάζουντα μη τους πιάκ’ καμιά κατάρα ‘΄πο τα κρίματα πόκαναν στους καλόερους οι παπποί κι οι προσπάππ’ τους , γιατί γλέπουν και το διαλοπόταμο που τους γίνκε χαβαλές και κατάστρεψε παραπάν’ απ’ το μισό τον κάμπο, κι ολοένα τς φοβερίζ’ αυτός ο κακός γείτονας, γιατ’ αν κάν’ και γυρίση τσέδω κατ’ το χωριό, θα τους φάη όλα τα χωράφια που είναι σα στου λύκου το στόμα. Ο Θεός να τς φλάξ’, γιατί κάπου βρίσκει κένας Χρισταινός από τα γύρω χωριά κι αγοράζ’ από το Τούρνοβο ψίχα καλαμπόκ’ σε βαρυχειμωνιά ή σε μεγάλ’ ανάγκ’. 

Ρεμπέλης, Χαράλαμπος (1929)
Thumbnail

-Γιατί το λέτε ‘’στο Κακό’’ εκείνον τον τόπον εκείγια πέρα σιμά στο Πριγιόν ; είπα μια βολά πρόπερσι, πούημουν στα μπάνια του Ιζβόρ’ στο μπανιώτ’ το Λάμπη, που κάποτες κάνει και το μπάτζιο στις στρούγγες στα χωριά. Και δεν ξέρ’ς μου λέει ο Λάμπης, γιατί το λέν ‘’στο Κακό’’ ;. –Άμ’ πούθε να ξέρω, του λέω, εγώ είμαι από ξένο χωριό και πρώτ’ φορά προχτές πέρασα ‘π’εκεί.. –Ά! Γίνκε μεγάλο κακό σ’αυτόν τον τόπο… θάφ’κε χωριό.. λέει ο Λάμπης, γιατί οπκάτ’ απ’το β’νό το Στρέγγλας, όπως τόχ’ ακουστά ‘πο τα γεροντ’ς ήταν ένα μικρό χωριό, ίσια με καμιά τριανταριά σπίτια, μόν’μια νύχτα κατάκατσ’ ο τόπος, ξεκόπ’κε το σκέμπ’ τς Στρέγγλας, όπως τόχ’ακουστά ‘πό τα γεροντ’ς ήταν ένα μικρό χωριό, ίσια με καμιά τριανταριά σπίτια, μόν’μια νύχτα κατάκατσ’ ο τόπος, ξεκόπ’κε το σκέμπ’τα Στρέγγλας γκυλίσκαν κοτρώνια πέτρες μεγάλες και πολλές και σέπασαν όλο το χωριό. Δεν είδες τα πεσμένες πέτρες που δείχν’ το χαλασμό και φον’κό που γίν’κε ;… Μοναχά τα ‘ρνίθια του χωριού αυτουνού στοίχειωσαν και τρών’τα στάρια και τα καλαμπόκια που ‘χαν στ’αμπάρια τους οι χωριανοί και πολλές βολές τα μεσάν’χτα βγαίν’ν και λαλούν και να ιδής τι φόβια πούειν η λαλιά τα. Τα’άκουσα με τα’αυτιά μ’τόσες βολές π’αράδιζα νύχτα για να μάσω το νερό στ’αυλάκ’… -Τα’άκ’σα κι εγώ γκουρμπάνια μ’, τα πετείνια π’λαλούσαν στο ‘’Κακό’’ μου λέει η Γιώταινα η κτρά, μια βδομηντάρα μπάμπω Ιζβορίτ’σα πόκανε κι αυτή μπάνια κι άκουσε τηγ κουβέντα μας. –Ήμουν μικρό τσιουπί, γκουρμπάνια μ’, και πηγαινάμαν νύχτα για ξύλα μ’άλλες γυναίκες κατ’τη λακκιά του Κώστα κι ότ’ζυγωσάμαν στο ‘’Κακό’’ σμά στο πετρένιο το Κόν’σμα, ‘κεί που πετρώθκε το χωριό και γίνκ’ο χαλασμός ακ’σάμαν τα πετείνια, που λαλούσαν έτσ’φόβια και σάμ πήγαμαν ψίχα σμώτερα είπαμαν τρείς βολές με το νού μας το ‘’Κύργι αλέησον’’ και τσώπασαν. Τ’άκ’σε κι ο Νάσιος ο Στυλιάρας κι ο Βασίλ’ς ο αυλακάς κι η Χούχαινα κι άλλ’ χωριανοί…μοναχά που δεν τάειδαμον, γιατ’άμα ζ’γωσ’ άνθρωπος καιπιώνονται σαν οι πειρασμοί… μακρυγια π’ εδώ… χώνουνται και κρύβονται, γκουρμπάνια μ’, μέσα στις ρούπες σαν οι δαιμονοπείραξες… Αί .. γκουρμπάνια μ’… 

Ρεμπέλης, Χαράλαμπος (1929)
Thumbnail

Στην κορφή στη Σκάλα τημ Πληκαδίτ’κη εκεί π’αγναντεύονται απ’οχπίσω τα βουνά τα Γράμμοστας είναι μια μικρή λίμν’ έτσ’σα λούτσα, πόχει κάμποσο νερό απ’τα χιόνια που λειών’ν και κατασταλάζ’ν σ’αυτή. Μέσα σ’αυτή τη λίμν’, όπως μου μολογούσε ο Κώστα Λόης απ’τις Πληκάδες, ζάει ένα στοιχειό, κι όντας πάν’ν τα πρόβατα κι αργκελέδες να πιούν νερό το βάχτ’το γιόμα στην άκρ’στη λίμν’, βγαίν’ το στοιχειό, αρπάζ’ από κένα και το τρώει. Απ’ οχπέρ από τη Σκ΄΄αλα κατά το Γραμμοστιάνκο είναι έν’ άλλο στοιχειό μέσα σε μια σπλιά. Αυτά τα δυο στοιχειά έχ’ν έχτρα κι αμάχ, δε θέλ’να ιδή τα’ένα τ’άλλο και τρώγουνται. Στα χινοπώρια, όντας αρχνάν και φέγ’ν οι βλάχ’απ τα βουνά και ρημάζ’ ο τόπος. Τότες αυτά τα δυό στοιχειά αρχ’νούν τόμ πόλεμο που βογγούν τα βουνά κι οι ράχες. Ετούτο πού είναι στη Σκάλα πολεμάει και ρίχνει κούτσουρα δαδί από το λόγγο το Ντεντσιώτ’κο, τ’ άλλο πάλε μάτα το Γραμμοστάν’κο πολεμάει με Κεφάλα κεφελοτύρια από τα στρούγγες τς Γράμμοστας και τα Νικολίτσας. Για… ο Μίχα Μπέλλος ο Αρβανιτόβλαχος, που ζάει ως τα σήμερα κι έχ’εκατόν πέντε χρόνια, το ειδε τόσες βολές το στοιχειό τα Σκάλας και θέλ’σε να το σκοτώσ’για να του πάρ’τα φλουριά πόχ’μέσα στην κοιλιά τα’, μόν’ δε μπορούσε να τραυήξ’ τηγ κουμπούρα απ’τις σιλιάχ’του, γιατί τότρεμαν τα χέρια. Κι ο Χαλίμ’ς κι ο Νότσκας από τα Πληκάδες έχουν ακουστά ‘πο τα παλιούς γι αυτά τα στοιχειά. Τέτοια στοιχειά είναι και στη λίμν’ στο Σμόλιγκα, όπως μούλεγε ο Νκιόλα Τέλ’ς απ’το Κεράσοβο που τα είδε κι όλας με τα μάτια του. 

Ρεμπέλης, Χαράλαμπος (1929)
Thumbnail

Όποιος έχει τα γένεια έχει και τα χτένια 

Ρεμπέλης, Χαράλαμπος (1929)
Ο καθένας έχει τα μέσα και τους τρόπους προς περαίωσιν των πράξεών του. Ας μη σκοτιζώμεθα λοιπόν, εφ' όσον μάλιστα ουδόλως ενδιαφερόμεθα...
Thumbnail

Νύφη από σόϊ και συλί από κοπάδι 

Ρεμπέλης, Χαράλαμπος (1929)
Αμφότερα έχουν προτερήματα λόγω του καλού περιβάλλοντος εις το οποίον εζήσαν και δι' αυτό πρέπει να προτιμώνται...
Thumbnail

Εννιά βολές μέτρα και μια κόβε 

Ρεμπέλης, Χαράλαμπος (1929)
Αι σοβαραί αποφάσεις δεν πρέπει να λαμβάνωνται βεβιασμένα, αλλ' αφού εκ των προτέρων υπολογίζωνται και σταθμίζωνται όλαι αι συνέπειαι αυτής...
Thumbnail

Όσο παίρνει και νυχτώνει ο Θεός να σε γλυτώνη 

Ρεμπέλης, Χαράλαμπος (1929)
Πάντοτε κανείς το βράδυ να συμμαζεύεται νωρίς στο σπίτι του γιατί η νύχτα φέρει πειρασμούς και δεν πρέπει να εκτίθεμεθα άνευ λόγου εις τους εκ του σκότους παντοίους κινδύνους...
Thumbnail

Να είναι κόττες στο χωριό, κι ας είναι και σλιά 

Ρεμπέλης, Χαράλαμπος (1929)
Οι κίνδυνοι εύκολα παρακάμπτονται, όταν τις πρόκειται να προσπορισθή ασφαλές κέρδος
  • «
  • 1
  • 2
  • 3
  • 4
  • . . .
  • 8
  • »

Πλοήγηση

Όλο το ΑποθετήριοΑρχείο & ΣυλλογέςΤόπος καταγραφήςΧρόνος καταγραφήςΣυλλογείςΛήμμαΚατάταξη παράδοσης (κατά Πολίτη)Ευρετήριο πηγώνΚείμεναΑυτό το ΑρχείοΤόπος καταγραφήςΧρόνος καταγραφήςΣυλλογείςΛήμμαΚατάταξη παράδοσης (κατά Πολίτη)Ευρετήριο πηγώνΚείμενα

Ο λογαριασμός μου

Σύνδεση

Περιήγηση ανά

ΤύποςΠαροιμίες (76)Παραδόσεις (4)ΣυλλογέαςΡεμπέλης, Χαράλαμπος (80)Τόπος καταγραφής
Ήπειρος, Κόνιτσα (80)
Χρόνος καταγραφής1929 (80)
Επικοινωνήστε μαζί μας | Αποστολή σχολίων
Κέντρον Λαογραφίας E-Mail: keel@academyofathens.gr
Δημιουργία/Σχεδιασμός ELiDOC
Λογισμικό DSpace Copyright © 2015  Duraspace


Το Έργο «Εθνικό δίκτυο ψηφιακής τεκμηρίωσης της άυλης και υλικής πολιτιστικής κληρονομιάς» στο πλαίσιο του Επιχειρησιακού Προγράμματος «Ψηφιακή Σύγκλιση» του ΕΣΠΑ 2007-2013, συγχρηματοδοτήθηκε από την Ευρωπαϊκή Ένωση και από εθνικούς πόρους.