• Ελληνικά
    • English
  • Ελληνικά 
    • Ελληνικά
    • English
  • Σύνδεση
Αναζήτηση 
  •   Αρχική σελίδα
  • Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας
  • Αναζήτηση
  •   Αρχική σελίδα
  • Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας
  • Αναζήτηση
JavaScript is disabled for your browser. Some features of this site may not work without it.

Αναζήτηση

Προβολή προηγμένων φίλτρωνΑπόκρυψη προηγμένων φίλτρων

Φίλτρα

Χρησιμοποιείστε φίλτρα για να περιορίσετε τα αποτελέσματα αναζήτησης.

Αποτελέσματα 1-10 από 345

  • Επιλογές Ταξινόμησης:
  • Συνάφεια
  • Τίτλος Αυξ.
  • Τίτλος Φθιν.
  • Ημερ. Υποβολής Αυξ.
  • Ημερ. Υποβολής Φθιν.
  • Αποτελέσματα ανά σελίδα:
  • 5
  • 10
  • 20
  • 40
  • 60
  • 80
  • 100
Thumbnail

Και τα φτωχά τρανεύουνε και τ' αρφανά βαστιούνται, και τάρημα παντρεύονται κι' οι χήρες 'κονομιούνται 

Ρεμπέλης, Χαράλαμπος (1953)
Φράση παρηγορητική – λεγόμενη πολλάκις και ως μοιρολόγι – καταδεικνύουσα την πρόνοιαν του Παντοδυνάμου Θεού προς τα πλάσματά του, και ιδία τους αναξιοπαθούντας...
Thumbnail

Αυτό το μικρό ζούντιο, που τρυπων’ στους τοίχους, στις πέτρες, στα κούφια δέντρα, στις καλύβες και στα κελλάρια, μια φορά κι’ ένα καιρό, όπως μου ΄λεγε η κάκω μου η Στεφανίγαινα, ήταν τσιουπί, και τι τσιουπί! Χρυσοτσιούπ’ και χρυσονοικοκυρά! Ήταν αρραβωνιασμένο και ‘τίμαζε όλα τα προικιά τα’ είχε λευκάν’ το πανί για να φείακ’ τα ‘ποκάμ’σα, είχε ράψ’ τα φουστάνια του, είχε γυφάν’ τα’ς ποδιές του, είχε πλέξ’ τ’ς δώρες του που θα δ’νε στο σόϊ του γαμπρού κι όλο ‘τοίμαζε, κι όλο γύφαινε το ‘να και τ’ άλλο για τη νυφιάτ’κη τα’ν αρμάτα του. Όταν ζύγων’ η μέρα για το γάμο, η γιαδερφή τ΄ςημεγαλύτερη πούηταν ανύπαντρη απ’ τη ζήλεια κι απ’ την κακίγια της τ’ς έκλεψε όλ’ τ’ν αρμάτα και ήφκε χωρίς ράμμα το βελόν’, που λέει ο λόγος. Τότες κι αυτή παρακάλεσε τημ Παναΐγια και τ’ν έκανε νυφίτσα και γύρευ’ σ’ όλες τ’ς μεριές και στις κλείδωσες, στα σπίτια, στα κελλάρια, στις μπίμτσες, στις μεσάντρες και στα μαντζάτα για να βρή τα προικιά τ’ς που τα ‘χε κλέψ’ η γιαδερφή τ’ς, κι άμα βρή σκουτιά νυφιάτ’κα από το γινάτ’ της τα κόβ’, τα ξεσκάει, τα κάν’ κομμάτια, γιατί τα λέει δ’κά τ’ς και δε θέλ’ να τ’ς τα χαρή η γιαδερφή τ’ς που τ’ς τα ‘κλεψε. Τα τσουπιά τ’ς παντρειγιάς ξέρ’ν που η νυφίτσα κυνηγάει και κατακομματιάζ’ τ’ς αρμάτες τους και γι’ αυτό δίπλα στα σκουτιά τους τα νυφιάτ’κα βάνουν τρείς, τέσσερις νύφες από λαντζάδια, έτσ’ σαν κούκλες, και μ’ αυτές η νυφίτσα ξέχαζ’ και χαίρεται και δεν ξεσκάει τίποτες. Η νυφίτσα ‘φκιαριστιέται πολύ να γλέπ’ τα τσουπιά να πλέκ’ν και να φειάν’ν τα ξόμπλια και τα νυχάκια, τ’ς ραφές και τα καγκέλια, τα ψαροκόκκαλα και το στάγκο στα τσιεράπια, παν’ πολλές βολές και στα νυχτέρια τους, κι όντας λευκαίν’ν το πανί στο ποτάμ’ κι εκεί τους βγάιν’ ζυγών’ στα τσιουπιά τα γλέπ’ έτσ’ κατάματα εδώ και κείγιαγια, παίζ’ απ’ τη χαρά τ’ς και κρύβετ’ ανάμεσα στ’ς πέτρες και πάλε βγαίν’ και πάλε μετακρύβεται και λογιάζ’ πότε τα τσουπιά και πότε τα λευκαμένα ‘ποκάμ’σα πούειν’ απλωμένα στες λούστραβες πέτρες τ’ς ποταμιάς, σαν να λέης τις συντρόφ’σσες της : «Κι εγώ μια βολά έτσ’ ‘τοιμάζα τ’ν αρματά μου και τα προικιά μ’, μον η σύλα η γιαδερφή μ’ απ’ το φτόνο της μόκλεψε τ’ν αρμάτα μου και δε μ’ άφκε να τη χαρώ…» Τα τσουπιά τη γλέπ’ν και χαζεύουν, κιαυτά με ταύτ’ και γελούν και τ’ς λένε : «Παίξε, νύφ’, να σε ιδούμε …, παίξε, νύφ’, να σε ιδούμε …», μόν’ δεν τημ πειράζ’ν κι ούτε τημ περιγελούν, γιατί σιάζουνται μη γινατώσ’ και τ’ς ξεσίσ’ τα σκουτιά, ίσια ίσια που τημ ‘παινούν και τ’ς λένε : Τι καλό τσιουπί πούειν η νυφίτσα! … τι χρυσοχέρα! … τα χέρια τ’ς άνεμος, στο ράψ’μο και στο ξόμπλιασμα πρώτ’ απ’ όλες τ’ς συντρόφισσες της άφσε πάλε στ’ αργαλεικά και στα μέσα του σπιτιού … βερβερίτσα … γλήγορη και παστρική … καλότυχος και καλοήμερος ποιος θα τημ πάρ’ … αμ τόσες προξενειές τ’ς ήρθαν κι όλ’ απ’ αρχοντόϊπουλα, μον’ αυτή δε δίν’ το λόγο της, γιατί καϊτεράει το γυιό του ρήγα που κοσνίζει το φλωρί και πέφτει το λαγάρι …» 

Ρεμπέλης, Χαράλαμπος (1953)
Thumbnail

Ο Κήτο Τσιέλεγκας έζησε ενενήντα πέντε χρόνια και πέθανε εδώ και λίγα χρόνια στη Βούρμπιανη. Όλη του τη ζωή πιστικός και τζιομπάνος. Πρόβατα πολλά δεν είχε, μόν’ έτσ’ κάποιος παλιός γκουτζιάμπασης τον είπε μια φορά «τσιέλεγκα» κι έτσι το πήρε κι αυτός και τα παιδιά τ’ και τ’ αγγόνια του για παραγκόμ’ κι απόμεινε. Τα βουνά τάξερε με την πιθαμή, οι ρούγες , τα μονοπάτια, τα σύρματα, οι κλεφτόβρυσες όλες δικές του. Μαλιματιτζής και στο κλέψιμο και στο κρύψιμο. Στα νιάτα του είχε ρημάξ’ κοπάδια, μόν΄ φυλακή ποτές δεμ μπήκε οι γκουτζιαμπασήδες τον φύλαγαν. – «Γιατί, ωρέ Κήτο», του είπα μια φορά πρόπερσι εκεί στου Ντούρβαρη το δέντρο που στάλιζε τα πρόβατα, «γιατί το λύκο τον λέτε αφωρεσμένο; Ποιος τον αφώρεσε; - Τι τα θέλ’ς αυτά εσύ, δάσκαλε, αυτά είναι για τεμάς τους βλάχ’ς». Άμ σαν είδε κι επίμενα αρχίν’σε να μου λέη: «Όντας σκόλασ’ ο Χριστός τον κόσμο είδε τα πρόβατα πόβοσκαν σε μια πλαγιά, σαν να πούμε κείγια πέρα στην Κοκκινόπετρα κι απ’ τη χαρά τ’ έφειακε μια ξύλινη φλοέρα και τη λαλούσε. Χαίρουνταν που τάγλεπε να βόσκ’ν έτσ’ όμορφα – όμορφα και π’ άκουγε τα κουδούνια τους. Ο διάολος – μακρυγιαπεδώ – άκουσε το λάλ’μα και κίν’σε και πάει εκεί κοντά, είδε τα πρόβατα και τα φτόνησε που ήταν έργο του Χριστού και θέλ’σε να τα καταστρέψ’.Τι να κάν’ κι αυτός! Πάν΄στο λόγγο, βρίσ’ μια γριγιογκορτσιά, κόβ’ ένα κλωνάρ’, το πελεκάει και φειάν’ το λύκο, μόν’ ο λύκος δεν μπορούσε να κάτσ’ ορθός, όλο έπεφτε. Τότες ο διάολος μεταμορφώνεται σ’ άνθρωπο, πάν’ μπροστά στο Χριστό και του λέει: «Χριστέ μ’ και Κύριέ μου, έφειακα κι εγώ ‘να πράμα μόν’ δε λυγάει και δε στέκ’ ορθό. Πες μου τι να του κάνω για να σταθή στα ποδάρια του;» Τότες ο Χριστός του λέει: «Σύρε και πες σ’ αυτό το πράμα πόφειακες να σκωθή ορθό και να κάν’ ό,τι το διατάζ’ ο Χριστός» (κι από μέσα του ο Χριστός καταργιάσκε κι αφώρεσ’ αυτό το πράμα του διαόλ’ το λύκο). Ο διάολος όλο και ‘ποπτέφ’κε τα λόγια του Χριστού γιατ’ ήξερε κι όλας, ότι το πράμα πόφειακ’ ήταν για κακό και σιάχκε μη φάη αυτόν τον ίδιο και για ταύτο παν’ κι αυτός και σκάφτ’ μια γκούβα, χώνεται μέσα στη γκούβα κι αφίν’ μαναχά το ‘να ποδάρ’ απ’ όξω και ‘π’ ύστερις λέει: «Σήκ’, έργο μου, στάσ’ στα ποδάρια σου και κάνε ό,τα’ διάταξε ο Χριστός.» Μια και πετάζ’ ορθός ο λύκος, κοσεύ’ κατά το διάολο και τ’ αρπάζ’ το ποδάρ’ που δεν πρόφτακε να το μπάσ’ μέσα στη γκούβα και του το τρώει, κι από τότες το διάολο τον λέν’ και «λυκοφάγωμα» και τον λύκο τον λέν’ «αφωρεσμένο», γιατί τον αφώρεσε και τον καταργιάστ’κ’ ο Χριστός, γιατ’ είναι έργο του Σατανά και του Σιαητάν’. Άμα κάν’ και μπη μέσα στο κοπάδ’ κάν’ καταστροφή στα γιδοπρόβατα, δε χορταίν’ μ’ ένα, μόν’ θέλ’ να τα λαβώσ’ όλα, είν’ αχόρταγος και μονάντερος, ζούντιο του αντιχριστου. Αλλ’ καμμιά βολά, κύρ δάσκαλε, θα σου πω και για τόρνιο, για τον αγριγιοπέτ’νο που φωνάζ’ τη νύχτα στα λόγγα τον αδερφό, και για τον μπούφο π’ αναστενάζ’ τη νύχτα και βογγάει ο τόπος, και για το ζαρκάδ’ που του κινούν τα δάκρυγια σαν τ’ αθρώπου. Ξέρομε πολλά τέτοια εμείς οι βλάχ’». 

Ρεμπέλης, Χαράλαμπος (1953)
Thumbnail

Το κάστανο θέλει κρασί και το καρύδι μέλι και το κορίτσι φίλημα πρωϊ και μεσημέρι 

Ρεμπέλης, Χαράλαμπος (1929)
Συχνάκις αναμιμνήσκονται το κρασί ή το μέλι όταν έχουν κάστανα ή καρύδια ως συμπλήρωμα δε του δυστίχου παροιμίας αναφέρουν και το φίλημα της κόρης...
Thumbnail

ξωτ’κιά (η) πλ. ξωτ’κιές φανταστικαί νύμφαι της νυκτός εκλάμπρου ωραιότητος, αίτινες αρέσκουνται να παίζουν και να λούωνται εις τα ρυάκια και τας πηγάς, αι νεράιδαι. «Ξωτ’κιά» λέγεται και η πολύ ωραία γυνή και ιδίως η εύσωμος νύμφη. «Σου είναι μια ξωτ’κιά!» (εκ του εξωτική). 

Ρεμπέλης, Χαράλαμπος (1953)
Thumbnail

Απκάτ’ από τον Άϊ Μ’να τ΄ς Στράτσιανης είναι μια σπλιά μεγάλη και σκοταδερή, πόχ’ δυο ρούπες ίσια που να χωράη άνθρωπο να μπαίν’ τ’ απίκουπα, να ζβαρνίζεται μέσα και να βγαίν’ απ’ την άλλ’ ρούπα. Μέσα σ’ αυτή τη σπλιά είναι μια Χάρ’ που παίρν’ τ΄ς θέρμες απ’ τ’ς θερμασμένος και γιατρεύονται τα μαραζιάρ’κα παιδιά που δεν πιάνουντ’ από κριγιάσ’, όσ’ έχουν κιτρινάδα και σπλήνα, οσουνούς έπεσε το χουλιαράκι και δεν μπορούν να πάρουν δρόμο κι ανήφορο, όσ’ είναι βαρεμέν΄ απ’ όξω, όσες νυφάδες δε ζυγώνουν τ΄ς άντρες τους, κι όσα παιδιά – με σχώρεση – κατουριούντ’ οχπάνω τους. Όλ’ αυτοί για να ιδούν καλό μπαίνουν τρεις βολές σ’ αυτή τη σπλιά, ρίχνουν μέσα δεκάρες, κοσάρες, ρούπια και μπεσλίκια ‘σημένια κι από ‘να ζευγάρ’ τσιεράπια, κι οι νυφάδες αφίνουν κένα δαχτυλίδ’ ή κένα σκουλαρίκ’ και καμμιά ζάβα φλωροκαπνισμέν’ κι άμα βγουν πάν’ν στ’ν εκκλησιά του χωριού κι ανάβ’ν ένα κερί ίσια με το μπόϊ τους! – «Και γλέπ’ν στ’ αλήθεια καλό όσοι πάν’ν σ’ αυτή τη σπλιά;» ρώτησα τ΄ς προάλλες τη μπάμπω τη Τζιαχάνω που πιστεύ’, ότ’ εκεί μέσα είναι ξωτκιές. – «Ντάαα!», μου λέει, «ένας και δυο είδε καλό; όσοι πήγαν όλ’ γιατρεύτκαν. Πάει ο Ζώης πούχ΄έρθ’ με θέρμες ‘πό μέσ’ απ’ το Ρωμαίικο κι’ είχ’ ένα χρόνο και δεν του κόβ’νταν, κι ο Γιώρ’ς του Παπαζήσ’ κι ο Μήτρος τ΄ς Καλίνας, και το Στάθ’ αυτούγια τον είχε πάει η μάννα του, όντας ήταν μικρός, και ντάϊμα κουβαλιούνται άρρωστοι από Καστανιάν’ από Μόλιστες, από Πρυσόγιαν’ κι απ’ άλλα χωριά κι όσ’ ήρθαν, καμάρι μ’, όλ’ είδαν θεράπειο. – Εγώ δεν πιστεύω να είναι ξωτκές, θειάκω Τζιαχάνω», τ’ς λέω, «καμμιά Χάρ’ μπορεί να είναι. – Ντάα! Τι λές, καμάρ’ μου; εγώ ‘χω ‘κουστά από τ΄ς παλιούς που μου ‘λεγαν, όντας ήμουν μικρή, πως μέσα σ’ αυτή τη σπλιά είναι ξωτ’κές, νύφες πεντάμορφες, που βγαίν΄ν τη νύχτα εκεί γύρα στη σπλιά και κάπ’ – κάπ’ ζ΄γώνουν ως τ’ αλώνια και παίζ΄ν και χαρχαλιούνται κι αυτές παίρν΄ν τ΄ς αρρώστιες και τ΄ς στέλν’ν κατ’ ανέμ΄ μόν’ θέλ’ν να τ’ς πας καλούδια, γιατ’ αλλοιώς δεν κάν’ν καλό. Δε ρωτάς και τον Τάκη Πρωτόπαπα που τ’ς έμπλαξε στο Ζάχοτο κοντά στο ποτάμ’; γιατί κατεβαίνουν πότε – πότε για να λουτσιστούν στο νερό. Όποιος άρρωστος πάν’, καμάρι μ’, σ’ αυτή τη σπλιά και κάν’ να δγιαταγμένα, γερεύ, γένεται γερός, μπούρας, και γι’ αυτό τ΄ν έβγαλαν και Μπούρια. 

Ρεμπέλης, Χαράλαμπος (1953)
Thumbnail

Οχπάν’ από το μύλο το βακούφ’κο τ’ς Βούρμπιανης, οχπέρ’ από το πέτρινο γιοφύρ’, είναι μια πέτρα μεγάλ’ και τσουρτσουλωτή, που την λέν Κάστρο. Αυτή η πέτρα απλώνεται από την οχπίσω τη μεριά κι’ είν’ απάτ’τη, μόν’ οι τσούρτσουλα και φειάν’ουν με κλαριά τη ντραγατησιά για να κάθουνται στον ήσιο και να φ’λάν τ’αμπέλια που είναι καρσί στη Μπιζιωνιά, στού Τόσ’, στις Λόντσες και στο Γιατίκ’, γιατ’ είναι καραούλ’ το Κάστρο κι’ αγνάντιο. Στη ρίζα αυτ’νής τ’ς πέτρας, εκεί που περνάει ο δρόμος για τόμ Πετσίγκαζο, βαθειά στη γής, ζούσ’ εδώ και σαράντα-πενήντα χρόνια ένα στοιχειό και φύλαε ένα κακαβούλ’ γιομάτο φλωριά που τάχαν θάψ’ εκεί μέσα οι κλέφτες. Αυτό το στοιχειό, όπως μου μολογούσε ο Μήτρο Προφύρ’ς από τη Σέλτσ’, που ‘χε κάνει χρόνια ντραγάτ’ς στη Βούρμπιαν’ και το ‘χε ‘δεί, ήταν ένα μεγάλο φίδ’ ίσια με τρείς- τέσσερ’ς οργυιές και χοντρό σα λουμάκ’, είχε ένα κεφάλ’ σαν από μόσ’ χρονιάρ’κο με κάτ’ μάτια σαν πεντόλιρα και κάθε νύχτα το βάχτ’ τα μεσάν’χτα έβγαιν’ από τη σπλιά και κατέβαινε παρακατίτσα στο ποτάμ’ για να πιή νερό, μόν’ δεμ πείραζε άνθρωπο, μαναχά μαυλούσε κάποτες καμμιά γίδα και καμμιά προβατίνα και τ’ν έτρωε. Τόσες βολές οι μυλωνάδες απ’το μύλο το βακούφ’κο, που πήγαιναν νύχτα στη δέσ’ για να μασ’ν το νερό, τόμπλαξαν που ροβολούσε στο ποτάμ’ να πιή νερό, άκ’σαν τ’ς πέτρες και τα χαλίκια, που τα μάζωνε, όπως έρουνταν, κι’ είδαν τα μάτια του που γκάλιζαν σαν αναμμένα κάρβουνα… για … εδώ και κείγιαγια, γκουτζιάμ θερίο με κέρατα. Ένα βράδ’ ο Κώτα Μπουρέκας ο μυλωνάς παραμόνεψε οχπάν’ από τα’ αυλάκ’ του μύλου με μια τσιάγγρα, για να το σκοτώσ’ και να του πάρ’το παντζέχρ’ πούειν’ ιλιάτς για πολλές αρρώστιες και το βάνουν σε μαντζούνια, και το λαμπυκαριμσένο χρυσαφ’κό πόχ’ μέσα στ’άντερα, μόν’άμα το είδε αρχίν΄σε να τρέμ’ και τόπεσε το ντουφέκ’ από τα χέρια κι’ απόμ’νε ο κάψο Κώτας έτσ’ αραγμένος απ’το φόβο του, ώσπου πάει ο σύντροφός του ο Κήτο Παπαδήμος και τον ανέφερε… Τώρα έχ’πολλά χρόνια που δεν ματαφάν’κε αυτό το στ’χειό. Τι γίνκε… κένας δεν ξέρ’. Ο μακαρίτ’ς ο Λάμπρο Μπούσ’ς μου λεγε πως έφ’γε ‘πο το Κάστρο και πάει ψλότερα στη σπλιά τα’ς Μελισσόπετρας. 

Ρεμπέλης, Χαράλαμπος (1953)
Thumbnail

Οχπάν’ από το μύλο το βακούφ’κο τα Βούρμπιανης οχπέρ’ από το πέτρινο γιοφύρ’ είναι μια πέτρα μεγάλ’ και τσουρτσουλωτή, που τη λέν Κάστρο. Αυτή η πέτρα απλώνεται από την οχπίσω τη μεριά κι είν’ απάτ’ τη, μόν’οι ντραγαταραίοι το καλοκαίρ’ γραπατσώνουνται κι ανεβαίν’ν στην κορφή στον τσούρτσουλα και φειάν’ν με κλαριά τη ντραγατισιά για να κάθουνται στον ήσιο και να φ’λα΄ν τα’αμπέλια πούειναι καρσί στη Μπιζιωνιά, στου Τόσ’, στις Λόντσες και στο Γιατίκ’, γιατ’ είναι καραούλ’ το κάστρο κι έχ’αγνάντιο. Στη ρίζα αυτ’νής τα Πέτρας, εκεί που περνάει ο δρόμος για το Πετσίγκαζο, βαθειά στη γής, ζούσ’εδώ και σαράντα πενήντα χρόνια ένα στοιχειό και φύλαε ένα κακαβούλ’ γιομάτο φλωριά που τα ‘χαν θάψ’ εκεί μέσα οι κλέφτες. Αυτό το στοιχειό, όπως μου μολογούσε ο Μήτρο Προφύρ’ς από τη Σέλτσ’, που ‘χε κάνει χρόνια ντραγάτ’ς στη Βούρμπιανη και το ‘χε δή, ήταν ένα μεγάλο φίδ’ ίσια με τρείς τέσσερ’ς οργυιές και χοντρό σα λουμάκ’, είχε ένα κεφάλ’ σαν από μόσ’χρονιάρ’κο με κάτ’ μάτια σαν πεντόλιρα και κάθε νύχτα το βάχτ’ τα μεσάν’χτα έβγαιν’από τη σπλιά και κατέβαινε παρακατίτσας στο ποτάμ’ για να πιή νερό, μόν’ δεμ πείραζε άνθρωπο, μοναχά μαυλούσις κάποτες καμιά γίδα και καμιά προβατίνα και τα’ν έτρωε. Τόσες βολές οι μυλωνάδες απ’το μύλο το βακούφ’κο, που πήγαιναν νύχτα στη δέσ’για να μας’ν το νερό, τόμπλαξαν που ροβολούσε στο ποτάμ’να πιή νερό, άκ’σαν τα πέτρες και τα χαλίκια, που τα μάζωνε, όπως έρουνταν, κι είδαν τα μάτια του που γκάλιζαν σαν αναμμένα κάρβουνα…για… εδώ και κείγια για γκουντζιάρ θερίο με κέρατα. <Ένα βράδ’ ο Κώτα Μπουρέκας ο μυλωνάς παραμόνεψε οχπάν’ από τα’αυλα΄κι του μύλου με μια τσιάγγρα, για να το σκοτώσ’και να του πάρ’το παντζέ χρ’ πούειναι ιλιάτς για πολλές αρρώστειες και το βάνουν σε μαντζούνια και το λαμπικαρισμένο χρυσαφ’κο πόχ’μέσα στ’άντερα, μόν’ άμα τόειδε αρχίν’σε να τρέμ’ και τόπεσε το ντουφέκ’από τα χέρια κι απόμ’ντο ο κάψο Κώτας έτσ’ αραγμένος απ’το φόβο του, ώσπου πάει ο σύντροφός του ο Κήτο Παπαδήμος και τον ανέφερε. Τώρα έχ’πολλά χρόνια που δεν ματαφάν’κε αυτό το στ’χειό. Τι γίνκε… κένα δεν ξέρ’. Ο μακαρίτς ο Λάμπρο- Μπούσ’ς μούλεγε πως έφ’γε ‘πό το Κάστρο και πάει φλότερα στη σπλιά τα Μελισσόπετρας. 

Ρεμπέλης, Χαράλαμπος (1929)
Thumbnail

Άλλοι σκάφτουν και κλαδεύουν, άλλοι πίνουν και μεθούν 

Ρεμπέλης, Χαράλαμπος (1953)
Πολλάκις τους ηθικούς και υλικούς καρπούς τους προερχομένους εκ της εργασίας άλλων, απολαμβάνουν δαψιλώς οι ουδόλως εργασθέντες...
Thumbnail

Για το Τούρνοβο μου ‘λεγε τ'ς προάλλες ο Παπαμουστακλής πώς εδώ κι εξακόσια εφτακόσια χρόνια ήταν μεγάλο χωριό κι έφτανε ως το Τουρψί, οχπέρ από το ποτάμ’, πούηταν ετότες ένα μικρό λακκούς με λιγοστό νερό κι είχε μοναστήρ΄εκεί που είναι σήμερις η Παναγιοπούλα, μ’ ένα μεγάλο μετόχ’ στ’ς Πληκάδες. Σ’ αυτό το μοναστήρ’ ένας καλός καλόερος είχε κάν’ και σκολειό και πήγαιναν τα τσιούπιά και τα παιδιά και μάθαιναν γράμματα. Δεν ξέρω πως έν’ από τα μεγάλα τσιουπιά βρέθηκε γιομάτα κι έρριξαν το βάρος γι’ αυτό στον καλόερο κι άδκα τον κατηγόρ’σαν όλ’ οι χωριανοί και δίχως να καλαξετάσ’ν τον πήραν και τον κρέμασαν πέρ’ απ’ το ποτάμ΄ στο λόγγο και από τότες αυτόν τον τόπο τον λέν’ στο «Καλόερου». Καλά! μόν ο Καλόερος ήταν λαγαρός κι εκεί που τον πήγαιναν να τον κρεμάσ’ν τους είπε ότ’ άδικα θα τον σκοτώσ’ν μόν’ οι χωριανοί τίποτες. Τότες κι αυτός τους καταριάστ’ κι να μη μαλλιάσ’ το χωριό και ποτές να μη φτάν’ τα πενήντα σπίτια ως τα σαρανταεννιά μοναχά. Λίγον καιρό ύστερ’ από το σκοτωμό του Καλόερου κατάκατσ’ ο τόπος εκεί που ήταν το χωριό, ξεκόπ’κε το βουνό οχπάν’ από το Τουρψί και πετρώθ’κε όλο το χωριό και μοναχά ένα σπίτ΄γλύτωσε, αυτό που πιστήριζε τον Καλόερο κι ήλεγε ότ’ είναι λαγαρός, τ’ άλλα τα σπίτια, παραχώθ’καν κι ως τα σήμερα αυτόν τον τόπο τον λεν «στα Μνήματα». Ο Νοικοκύρ’ς που γλύτωσε ήρθε κι έχτ’σε σε σπίτ’ ψίχα ψ’λότερα π’ εκεί που είναι σήμερα το Τούρνοβο, παρακατίτσ’ απ’ την Παναγιοπούλα κι αυτόν τον τόπο τον λεν και σήμερις μέρα «Σημάδ’», γιατί απ’ όλο το χωριό ένα σπίτ’ μονάχα γλύτωσε, έτσ’ οι Τουρνοβίτες δεν έχ’ν φόβο μη τους πιάκ’ η κατάρα του Καλόερου, για την αδικία που τόρριξαν οι πάπποι τους. Ο Δημήτρ’ Σκαλιστής μου ‘λεγε πως οι Τουρναβίτες εδώ και διακόσια χρόνια με τη βοήθειά του Μπέη γκύλισαν και κατ’ άλλους καλόερους από το Παλιομονάστερο τς Βούρμπιανης που είναι καρσί στο Μεγαλάκκο και γι’ αυτό όλο και σιάζουντα μη τους πιάκ’ καμιά κατάρα ‘΄πο τα κρίματα πόκαναν στους καλόερους οι παπποί κι οι προσπάππ’ τους , γιατί γλέπουν και το διαλοπόταμο που τους γίνκε χαβαλές και κατάστρεψε παραπάν’ απ’ το μισό τον κάμπο, κι ολοένα τς φοβερίζ’ αυτός ο κακός γείτονας, γιατ’ αν κάν’ και γυρίση τσέδω κατ’ το χωριό, θα τους φάη όλα τα χωράφια που είναι σα στου λύκου το στόμα. Ο Θεός να τς φλάξ’, γιατί κάπου βρίσκει κένας Χρισταινός από τα γύρω χωριά κι αγοράζ’ από το Τούρνοβο ψίχα καλαμπόκ’ σε βαρυχειμωνιά ή σε μεγάλ’ ανάγκ’. 

Ρεμπέλης, Χαράλαμπος (1953)
  • «
  • 1
  • 2
  • 3
  • 4
  • . . .
  • 35
  • »

Πλοήγηση

Όλο το ΑποθετήριοΑρχείο & ΣυλλογέςΤόπος καταγραφήςΧρόνος καταγραφήςΣυλλογείςΛήμμαΚατάταξη παράδοσης (κατά Πολίτη)Ευρετήριο πηγώνΚείμεναΑυτό το ΑρχείοΤόπος καταγραφήςΧρόνος καταγραφήςΣυλλογείςΛήμμαΚατάταξη παράδοσης (κατά Πολίτη)Ευρετήριο πηγώνΚείμενα

Ο λογαριασμός μου

Σύνδεση

Περιήγηση ανά

ΤύποςΠαροιμίες (330)Παραδόσεις (15)Συλλογέας
Ρεμπέλης, Χαράλαμπος (345)
Τόπος καταγραφής
Ήπειρος, Κόνιτσα (345)
Χρόνος καταγραφής1950 - 1953 (265)1929 - 1929 (80)
Επικοινωνήστε μαζί μας | Αποστολή σχολίων
Κέντρον Λαογραφίας E-Mail: keel@academyofathens.gr
Δημιουργία/Σχεδιασμός ELiDOC
Λογισμικό DSpace Copyright © 2015  Duraspace


Το Έργο «Εθνικό δίκτυο ψηφιακής τεκμηρίωσης της άυλης και υλικής πολιτιστικής κληρονομιάς» στο πλαίσιο του Επιχειρησιακού Προγράμματος «Ψηφιακή Σύγκλιση» του ΕΣΠΑ 2007-2013, συγχρηματοδοτήθηκε από την Ευρωπαϊκή Ένωση και από εθνικούς πόρους.