Αναζήτηση
Αποτελέσματα 1-10 από 65
Άθρωπον το μαθάν' τσετίνεα απομαθάν'
(1886)
Τσετινέα = δύσκολον
Άλλ' τρώγ'νε, κι' άλλ' λείχνε τα χείλεα τουν
(1886)
Επί των αυχαριστουμένων διά πράγματα, ών άλλος απολαύσουσι
Άβουλα του Θεού φύλλον 'κι λαΐσκεται
(1886)
Λαΐσκεται = κινείται (επί ανηρτημένων πραγμάτων)
Την κάταν είπανε “το σκατό σ' βοτάν' εγέντον”, εχτάλεψεν κ' ετσούπωσεν άτο
(1886)
Προς τον αρνούμενον την σύμπραξιν αυτού καθ' ήν ώραν είναι αναγκαία
Οργή Θεού
(1886)
Κατάρα Κυρίου
Με τα ξένα κόλ'βα ψάλλ' τον κύρ'ν ατ'
(1886)
Ερμηνεία: Επί του προσδέροντος εις τινα πράγμα, ανήκον εις άλλον
Άλλα έχ σσά χείλεα κι' άλλα σσην καρδίαν ατ'
(1886)
Ερμηνεία: Επί δολίου και κρυψίνου
Ποίσον το καλόν και σύρον άτο σση θάλασσαν
(1886)
Γνωστή
Βαρέα μη λεγνύτντ'ς, τσακούνταν τα μέσα σ'
(1886)
Προς αβρυνόμενον, θρυπλόμενον