Αναζήτηση
Αποτελέσματα 1-10 από 72
Άθρωπον το μαθάν' τσετίνεα απομαθάν'
(1886)
Τσετινέα = δύσκολον
Άλλ' τρώγ'νε, κι' άλλ' λείχνε τα χείλεα τουν
(1886)
Επί των αυχαριστουμένων διά πράγματα, ών άλλος απολαύσουσι
Άβουλα του Θεού φύλλον 'κι λαΐσκεται
(1886)
Λαΐσκεται = κινείται (επί ανηρτημένων πραγμάτων)
Λαφρόκωλος
(1880)
Ο μή δυνάμενος να κάθηται επί πολύ εις το αυτό μέρος
Μήλον φα και μη λαλής
(1880)
Γράφε και σβούνε
(1880)
Παίρ και δίγνε
(1880)
Εφόρτσεν κ' ενεθεμάτσεν
(1880)