• Ελληνικά
    • English
  • Ελληνικά 
    • Ελληνικά
    • English
  • Σύνδεση
Αναζήτηση 
  •   Αρχική σελίδα
  • Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας
  • Αναζήτηση
  •   Αρχική σελίδα
  • Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας
  • Αναζήτηση
JavaScript is disabled for your browser. Some features of this site may not work without it.

Αναζήτηση

Προβολή προηγμένων φίλτρωνΑπόκρυψη προηγμένων φίλτρων

Φίλτρα

Χρησιμοποιείστε φίλτρα για να περιορίσετε τα αποτελέσματα αναζήτησης.

Αποτελέσματα 1-10 από 24

  • Επιλογές Ταξινόμησης:
  • Συνάφεια
  • Τίτλος Αυξ.
  • Τίτλος Φθιν.
  • Ημερ. Υποβολής Αυξ.
  • Ημερ. Υποβολής Φθιν.
  • Αποτελέσματα ανά σελίδα:
  • 5
  • 10
  • 20
  • 40
  • 60
  • 80
  • 100
Thumbnail

Μέσα στην τρύπα του σπηλαίου του Σεντόνη μπήκε μια νύχτα ένας κλέφτης. Βαστούσε μαζύ του ένα κλεμένο πρόβατο και τον ακολουθούσαν δυο σκύλοι. Σαν μπήκε στο σπήλαιο, έσφαξε το ζώο, το έγδαρε, άναψε φωτιά κι άρχισε να το ψένη στη σούβλα. Σε λίγη ώρα όμως, να και βγαίνει από της σπηλιάς το βάθος ένα παιδάκι ολόγυμνο. Σιμώνει στη φωτιά να ζεσταθή κι αρχίζει να κουβεντιάζη με τον κλέφτη. – Ποιος είσαι, μπάρμπα; Τον ρωτάει. – Ο «Κυργιαπατός» μου, (ο εαυτός μου), απάντησε αυτός. – Δος μου και μένα, μπάρμπα, κρέας, του λέει ύστερα. – Άμα ψηθή, του αποκρίνεται ο κλέφτης. Μα το παιδί άρχισε να κλαίη, κι ο κλέφτης, επειδή δεν μπορούσε να το ακούη, έκοβε και του έδινε κάθε τόσο ένα κομμάτι κι ας ήτανε μισοψημένο. Το παιδί το έτρωγε αμέσως, ώσπου στο τέλος τούφαγε όλο το αρνί και ζητούσε ακόμα. – Δος μου, μπάρμπα, κρέας! Φώναζε και ξαναφώναζε. Ο κλέφτης κατάλαβε τότε πως το παιδί εκείνο ήταν ξωτικό ή διάβολος. Περνάει λοιπόν στη σούβλα την προβιά από το αρνί κι αρχίζει να την γυρίζη στη φωτιά. Το παιδί έκλαιγε και φώναζε πάντα: - Δος μου, μπάρμπα, κρέας!... Ο κλέφτης σαν ψήθηκε η προβιά καλά, του δίνει άξαφνα μια μ’ αυτή στο κεφάλι, πηδάει όξω από τη σπηλιά και φεύγει. Σαν βγήκε ο κλέφτης από την τρύπα, έτρεξε κατά το χωριό. Το παιδί βγήκε κι αυτό έξω από το σπήλαιο κι όλο έκλαιγε και τσίριζε: - Ώχ! Ώχ! Μ’ εχτύπησαν! Απέναντι από το σπήλαιο, σε 2 – 3 μιλίων απόστασι, είνε του Γαβριλιού το φαράγγι. Το φαράγγι αυτό είνε κατοικητήριο των δαιμόνων. Καθώς λοιπόν περνούσε ο κλέφτης από κοντά, άκουσε μεγάλο θόρυβο, και ξεχώρισε μάλιστα μια φωνή να λέη: - Ποιος σε χτύπησε, μωρέ; - Ο Κυργιαπατός μου! αποκρίνεται το παιδί. – Α, σαν χτυπήθηκες μοναχός σου, ίντα να σου κάμω εγώ! Του ξανάπε η φωνή. Τότε το παιδί κατάλαβε τι εσήμαινε η λέξις «Κυργιαπατός μου» και απάντησε αμέσως: - Με χτύπησε ο μπάρμπας που έψηνε κρέας στην τρύπα, και να τος που πάει κάτω τρεχάτος. Την ίδια στιγμή ο κλέφτης άκουσε ένα τρομερό βουητό μέσα στο φαράγγι, κρότους από αλυσσίδες και μια φωνή δυνατή να λέη: - Απάνω του, μωρέ! Ο κλέφτης πηδάει τους γκρεμνούς και φεύγει – φεύγει. Οι σκύλοι του όμως στέκουν, αλυχτούν άγρια και εμποδίζουν τους διαβόλους να τον πλησιάσουν. Σε λίγη ώρα όμως σκάει ο ένας σκύλος του από τα γαυγίσματα. Και, λίγο παρακάτω, σκάει κι ο άλλος. Έτσι οι δαιμόνοι, όσο παν και φτάνουνε τον κλέφτη. Μα τη στιγμή αυτή λαλάει άξαφνα ένας κόκορας. Στέκουν τότε οι διαβόλοι για μια στιγμή και διστάζουν. Ο αρχιδιάβολος όμως φωνάζει με τη στριγγιά φωνή του: - Κόκκινος πετεινός ήτανε και μη στέκεστε. Απάνω του! Ξαναρίχνονται κοντά του οι διαβόλοι και πρώτος απ’ όλους ο αρχιδιάβολος με το δικράνι του. Εδώ τον έχουν να τον πιάσουν, εκεί τον έχουν να τον πιάσουν, ώσπου λαλάει άξαφνα ο μαύρος πετεινός. Τότε τα στοιχειά γύρισαν πίσω στο φαράγγι σκούζοντας: - Αχ, μωρέ χαμένε, τη γλύτωσες! Να συχωράς το μαύρο πετεινό πούκραξε, αλλοιώς θάσουνα τώρα πνιγμένος! Αυτή την ιστορία την λένε στην Κρήτη για να δείξουν ότι ο κλέφτης δεν χορταίνει ποτέ, όσο κι αν φάη, γιατί οι σύντροφοί του οι δαιμόνοι κάθουνται κοντά του και του τρώνε το ψητό. 

Άγνωστος συλλογέας (1930)
Thumbnail

Μαυρίζει σαν το Χάρο. Φέρεται επί των μελαγχολικών και λίαν σκοτεινών αντικειμένων, εκ της επικρατούσεις δοξασίας, ότι ο Χάρων είναι μαύρος. 

Άγνωστος συλλογέας (1892)
Thumbnail

Η εν Κρήτη τοποθεσία Καϊάφα, κείμενη εις μικράν απόστασιν εκτός της πόλεως Ηρακλείου, πλησίον των ερειπίων της αρχαίας Κνωσσού μνημονεύεται εν φ. 303β του υπ. αρ. 10 κώδικος της Πανεπιστημιακής βιβλιοθήκης της εν Σουηδία Ουψάλας. Εγράφη το παρόν ψαλτήριον δια συνδρομής και εξόδου του θεοσεβεστάτου ιερέως κυρού Νικολάου του Κρητικού, εν τω χωρίω τω επικεκλημένω ο Καϊάφας εν μηνί Ιουνίω κς τω ςωοζ’ έτει ίνδ. ζ’(=1369). Μεταξύ των λέξεων Καϊάφας εν μηνί τρεις περίπου στίχοι διεξεσμένοι εν αρχή του φ. 304α. Ίδε Graux Martin Notices sommaires des manuscrits grecs de Suede εν τοις Archives des missions scientifiques. Σειράς τρίτης τ. ΙΕ (1889) σ. 398 κε. Το επώνυμον Κρητικός του γράψαντος ιερέως αποδεικνύει ότι μάλλον περί του ειρημένου χωρίου της Κρήτης πρόκειται η περί της ομωνύμου εν Ηλεία τοποθεσίας, ην έλαβε και η λίμνη η λεγόμενη Καϊάφα. Του πελοποννησιακού Καϊάφα το όνομα ανέρχεται τουλάχιστον εις τον ΙΣΤ αιώνα, καθ’ όν εγράφη ο κουτλουμουσιακός κώδιζ 220, εν ω μνημονεύεται.» (Σπ. Π. Λάμπρος εν Νέω Ελληνομνήμονι τ. Ι (1913) σ. 491) Το παρά το Ηράκλειον της Κρήτης χωρίον Καϊάφας έλαβε το όνομα εξ αρχαίου μνημείου, όπερ τάφον του Καϊάφα ονομάζει δημώδης κρητική παράδοσις (των εμών Παραδόσεων αρ. 189), ης τα στοιχεία ευρίσκονται εν τω αποκρύφω βιβλίω των πεπραγμένων τω Πιλάτω. Περί τούτων διαλαμβάνομεν εν Παράδ. σ. 792 – 2. Το παλαιότερον έγγραφον, εν ω αναφέρεται το χωρίον Καϊάφα είναι του 1248. – Σ.τ.Δ.) 

Άγνωστος συλλογέας (1914)
Thumbnail

Δηγός. Πιστεύεται εν Κρήτη ότι όταν το ποίμνιον αυξηθή και γίνωσι χίλια ζώα (χωρίς εννοείται ο ποιμήν να αγοράζη έξωθει τοιαύτα) αποκτώσιν οδηγάν, όσας ως θεότης αυτών τα φυλάττει και τα οδηγεί εις των νομών. Ο δε ποιμήν δεν μεριμνά πλέον τόσον δι' αυτά. Εν τοιαύτη περιπτώσει ο ευτυχής ποιμήν κατασκευάζει αργυρούν κώδενα και τον κρεμά εις το κάλλιστον των ζώων του. 

Άγνωστος συλλογέας (1891)
Thumbnail

Να μερικές Κρητικές δοξασίες για τους σεισμούς, αρκετά επίκαιρες σήμερα που η ατυχής νήσος επλήρωσε πάλι τον φόρον της στον Εγκέλαδον : Οι Κρητικοί πιστεύουν πως, όταν πέση κανένα άστρο στη γή, γίνεται σεισμός, βουλάει ο τόπος και πλημμυράει όλος από τη θάλασσα. Έτσι, λένε, έπεσε μια φορά ένα άστρο και χώρισε τη Σαντορίνη και τα άλλα νησιά του Αιγαίου από την Κρήτη και γίνηκε θάλασσα ανάμεσα τους, γιατί πριν ήσαν ενωμένα. Λένε ακόμα οι γέροι Κρητικοί πως, μια φορά που έγινε ένας μεγάλος σεισμός στην Κρήτη, τα βώδια μουγκρίζανε, μεγάλοι βράχοι κατρακυλούσαν από τους γκρεμούς στη θάλασσα, κορυφές των δέντρων αγγίζανε στη γή από το δυνατό σεισμό, και τρομερή βοή ακουγότανε από τα βάθη και τα τρίσβαθα της γής!... Τότε κατεστράφη και το Ηράκλειο και βγάλανε οι Κρητικοί ένα τραγούδι, που λέει : Η θάλασσα ακίνητη κι οι τέσσερες ανέμοι τρία λεπτά βολά η γής, βγάνει καπνούς και τρέμει. Χαλάνε χώρες και χωριά, σαν όταν πέφτη άστρο μα δεν εχάλασαν πολλά, σαν το Παντέρμο Κάστρο. (Ηράκλειο). Επίσης πιστεύουν οι Κρητικοί πώς, όταν κάμη σεισμό, εκείνος που θα κατορθώση να περπατήση πισωπατώντας την ώρα που τρέμει η γής, θα του συχωρεθούνε τόσες αμαρτίες, όσα βήματα προφτάση να κάνη… Υπάρχει ακόμα η εξής πρόληψις στην Κρήτη : Όταν θέλη, λένε ένας παπάς να βασανίση εκείνον που του έκαμε κακό, φτιάχνει μια κερένια κούκλα μικρή, που να μοιάζη του εχθρού του, μ’ ένα φυτίλι στην μέση, κι όταν πάη να λειτουργήση στην εκκλησία, ανάβει το φυτίλι της κούκλας και λέει μια κατάρα. Έτσι ο εχθρός του λυώνει μέρα με την ημέρα, δεν βρίσκει γιατρειά, κι όπως λέει το τραγούδι : Μούδε γιατροί τον γιατρεύουνε, ούδ’ άγιοι τον βοηθούνε… Εκτός αν πάη στον παπά και του εξομολογηθή το κρίμα του και του ζητήση συχώρεσι. Τότε ο παπάς σβύνει το φυτίλι της κούκλας και γίνεται καλά ο «βασανισμένος». Αλλοιώς θα λυώνη λίγο – λίγο σαν το κερί της κούκλας, κι’ όταν αυτή αποκαή στην εκκλησιά, θα τελειώση κι αυτού η ζωή του!… Ρώτησαν κάποτε τον αλησμόνητο Μιχαήλ Μητσάκη, τι ιδέα έχει για τις γυναίκες. – Η γυναίκες; … απάντησε ο συγγραφεύς της «Θλίψεως του Μαρμάρου». Για να τις γνωρίση κανείς καλά, πρέπει να γνωρίση τις κακές, τις άμυαλες και τις άπιστες. Γιατί αυτές είνε η περισσότερες. Η καλές γυναίκες είναι ελαχιστότατες. Άγγελοι δε δεν υπάρχουν καθόλου επί της γής αυτής!... Κατά την παλαιάν καλήν επόχή της φτήνειας και της αγραμματοσύνης – εκ των οποίων δυστυχώς η Δευτέρα διατηρείται και σήμερον, σε μεγαλείτερο μάλιστα βαθμό – κάποιος Θεσσαλόνικεύς ξενοδόχος είχε κυκλοφορήση στην πόλι του την κάτωθι έντυπη ανακοίνωσι για το ρεστωράν του «Σπέφσατε.. Σπέφσατε στο ξενοδοχείον μας. Θα φάγεται τα υποκάτοθεν γραμένα πολύ φτηνά ξαθ υα εφχαριστιθήται δια τον δήπνον όπου θα φ’αγεται από τα φαγητά του Ξενοδοχοίον Κωνσταντινουπόλεως. Τημαί φαγητών : Σούπα ηζωμόν παράδες 20, Η πόρτσια όλα τα φαγητά από ‘κρέας παράδες 60, Κρέας με ζαρζαβλατη πόρτσια παράδες 40, ψάρη ήτη πηλάφι και Μακαρό παράδες 40, διάφορα γλυκίγματα παράδες 40. Όλα τάφτα στην Θεσαλονίκη στην σκάλα στο σηγτριβάνη Αντικρά, αριθμόν 21 ξενοδοχείον Κωνσταντινουπόλεως, τη 3 Ιανωαρίου 1886». 

Άγνωστος συλλογέας (1930)
Thumbnail

Λένε πως μια φορά ένας δίκαιος άνθρωπος έβλεπε κάποιον κλέφτη, εκεί που έτρωγε ένα κλεμένο αρνί. Στη ράχι του, στον δεξιό του ώμο, καθότανε ένας κόρακας, που ήταν βέβαια ο Σατανάς. Και όταν πήγαινε να βάλη το κρέας στο στόμα του ο κλέφτης, ο κόρακας του το άρπαζε και το κατάπινε, χωρίς ο κλέφτης να το καταλάβη. Γι’ αυτό, όπως είπαμε, οι κλέφτες είνε αχόρταγοι και άπληστοι. 

Άγνωστος συλλογέας (1930)
Thumbnail

Λένε οι χωρικοί πως το σπήλαιο αυτό έχει μέσα καλαμιώνες. Ακούνε μάλιστα πολλές φορές το θρόϊσμα των καλαμιών, όταν φυσάη αέρας. 

Άγνωστος συλλογέας (1930)
Thumbnail

Υπάρχει παράδοσις καθ’ ην το Αβδού οφείλει την ονομασία του εις το εξής περιστατικόν: Το χωρίον έφερεν άλλοτε άλλο άγνωστον όνομα. Δύο ξένοι κατευθυνόμενοι μίαν ημέραν προς αυτό παρεστράτησαν. Επί τέλους κατώρθωσαν να επανεύρουν τον δρόμον. Αίφνης, αντικρύσαντες το χωρίον εκ τινος υψώματος ανεφώνησαν: «Α! Ιδού!» Έκτοτε το «α! ιδού» συνετέλεσεν εις το να ονομασθή το χωρίον Αβδού. Δύναται τις ήδη να κρίνη την απόστασιν της εξηγήσεως ταύτης από της πραγματικότητος. Απορώ μόνον, πως εγεννήθη και επεκράτησεν η σχολαστική αυτή δοξασία. Ουδέ δύναταί τις να δεχθή εξ άλλου την γνώμην σεβαστού μου διδασκάλου ότι η ονομασία του Αβδού έχει σχέσιν προς τον εκ των μικρών προφητών Αβδιού! Τοιαύτη εκδοχή δεν θα ανθίστατο μηδ’ εις τον ελάχιστον έλεγχον. Το Αβδού προφανώς οφείλει την ονομασίαν του εις το αραβικής προελεύσεως όνομα Αβδούλ(11). Προφανώς Άραψ τις κατέλιπε το όνομά του εδώ: Μήπως δεν έχομεν και τα Αβδουλικά των Χανίων; Συναφώς προκύπτει ότι η γραφή του χωρίου ως Αυδού ουδαμώς δικαιολογείται. [Αβδού= Περί των εν Αβδού Βυζαντινής εποχής εκκλησιών ιδ. Στ. Ξανθουδίδου (ούτινος το Αβδού τυγχάνει γεννέτειρα) «Χριστιανικαί επιγραφαί Κρήτης» εν «Αθνηνά» (1903) Αβδούλ= Γενικώς παραμφερής Στ. Ξανθουδίδου «Χάνδαξ Ηράκλειον» (1927) σελ. 16 και 32] 

Άγνωστος συλλογέας
Thumbnail

Ο συναντήσας νεράϊδα γίνεται άλαλος. 

Άγνωστος συλλογέας (1892)
Thumbnail

Στην Κρήτη πιστεύουν ότι ο νούς του ανθρώπου είνε μια μυίγα. Η μυίγα αυτή, σαν κοιμηθή ο άνθρωπος, βγαίνει από τα ρουθούνια του και πάει πετώντας εδώ κι εκεί και βλέπει πράγματα πολλά, που ύστερα, όταν ξαναγυρίση η μυίγα στο κεφάλι και ο άνθρωπος ξυπνήση, το μυαλό τα θυμάται σαν όνειρο. Σχετικώς με τη δοξασία αυτή, υπάρχει και η ακόλουθη ωραία παράδοσις : Μια φορά, δυό βοσκοί καθόντουσαν στην εξοχή. Σε λίγο ο ένας απ’αυτούς κοιμήθηκε, ενώ ο άλλος έμεινε ξυπνητός. Έξαφνα, σε μια στιγμή ο ξυπνητός είδε να βγαίνη από τα ρουθούνια του κοιμισμένου μια μυίγα και να μπαίνη σε μια γαιδουροκεφαλή, που βρισκόταν εκεί δίπλα και από την οποία είχε απομείνει μοναχά το κόκκαλο, άσπρο και ξαπλωμένο από τις βροχές. Του ξυπνητού του φάνηκε παράξενο αυτό και, ενώ η μυίγα βρισκόταν μέσα στο καύκαλο έφραξε όλες τις τρύπες του και έτσι την έκλεισε μέσα. Έπειτα κούνησε τον κοιμισμένο να ξυπνήση, μα αυτός δεν κουνήθηκε. Τον σήκωσε, τον γύρισε απ’ εδώ, τον εγύρισε απ’εκεί τίποτα! Φαινόταν σαν πεθαμένος! Τότε ο ξυπνητός άνοιξε μια τρύπα στη γαιδουροκεφαλή και αμέσως η μυίγα βγήκε από μέσα και μπήκε πάλι στου κοιμισμένου το ρουθούνι.. Έτσι σε λίγο εκείνος ξύπνησε και είπε στο σύντροφό του : -Άχ μωρέ, ν’ακούσης ίντα ονειρευόμουν. Έμπαινα κι έβγαινα, λέει σ’ένα παλάτι μαρμαρένιο και κάτασπρο. Τι ώμορφο που ήταν το παντέρμο! Μια στιγμή όμως άξαφνα κλείσανε τις πόρτες και τα παράθυρα του παλατιού. Τότε άρχισα να τρέχω μέσα εκεί, εδώθε-πέρα για να βγώ, μα τίποτα! Αδύνατο! Παντού κλειστά! Λίγο έλειψε να σκάσω! Στο τέλος, θέλησε ο Θεός και άνοιξε μια πόρτα κι έφυγα. Μα τέτοιο μεγάλο φόβο δεν επήρα ποτέ στη ζωή μου! Τότε ο ξυπνητός του απάντησε: -Εκεί πέρα, μέσα στη γαιδουροκεφαλή, βρισκόταν ο νούς σου, κακομοίρη. Εγώ τον έφραξα και τον έκλεισα μέσα και ύστερα τον ξέφραξα και βγήκε. Και αυτή η γαιδουροκεφαλή είνε που μπαινόβγαινες! Γι αυτό στην Κρήτη, όταν κοιμάται κανείς και είνε βυθισμένος σ’όνειρα, δεν τον χτυπούν ποτε ξυλιές, ούτε ρίχνουν πιστολιές κοντά του, γιατί μπορεί να χάση το νού του, αν ήταν βγαλμένος σε όνειρο και να μην ξαναγυρίση ποτέ στην κεφαλή του. 

Άγνωστος συλλογέας (1930)
  • «
  • 1
  • 2
  • 3
  • »

Πλοήγηση

Όλο το ΑποθετήριοΑρχείο & ΣυλλογέςΤόπος καταγραφήςΧρόνος καταγραφήςΣυλλογείςΛήμμαΚατάταξη παράδοσης (κατά Πολίτη)Ευρετήριο πηγώνΚείμεναΑυτό το ΑρχείοΤόπος καταγραφήςΧρόνος καταγραφήςΣυλλογείςΛήμμαΚατάταξη παράδοσης (κατά Πολίτη)Ευρετήριο πηγώνΚείμενα

Ο λογαριασμός μου

Σύνδεση

Περιήγηση ανά

Τύπος
Παραδόσεις (24)
Συλλογέας
Άγνωστος συλλογέας (24)
Τόπος καταγραφής
Κρήτη (24)
Χρόνος καταγραφής1920 - 1930 (10)1910 - 1919 (1)1891 - 1899 (12)
Επικοινωνήστε μαζί μας | Αποστολή σχολίων
Κέντρον Λαογραφίας E-Mail: keel@academyofathens.gr
Δημιουργία/Σχεδιασμός ELiDOC
Λογισμικό DSpace Copyright © 2015  Duraspace


Το Έργο «Εθνικό δίκτυο ψηφιακής τεκμηρίωσης της άυλης και υλικής πολιτιστικής κληρονομιάς» στο πλαίσιο του Επιχειρησιακού Προγράμματος «Ψηφιακή Σύγκλιση» του ΕΣΠΑ 2007-2013, συγχρηματοδοτήθηκε από την Ευρωπαϊκή Ένωση και από εθνικούς πόρους.