• Ελληνικά
    • English
  • Ελληνικά 
    • Ελληνικά
    • English
  • Σύνδεση
Αναζήτηση 
  •   Αρχική σελίδα
  • Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας
  • Αναζήτηση
  •   Αρχική σελίδα
  • Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας
  • Αναζήτηση
JavaScript is disabled for your browser. Some features of this site may not work without it.

Αναζήτηση

Προβολή προηγμένων φίλτρωνΑπόκρυψη προηγμένων φίλτρων

Φίλτρα

Χρησιμοποιείστε φίλτρα για να περιορίσετε τα αποτελέσματα αναζήτησης.

Αποτελέσματα 1-10 από 74

  • Επιλογές Ταξινόμησης:
  • Συνάφεια
  • Τίτλος Αυξ.
  • Τίτλος Φθιν.
  • Ημερ. Υποβολής Αυξ.
  • Ημερ. Υποβολής Φθιν.
  • Αποτελέσματα ανά σελίδα:
  • 5
  • 10
  • 20
  • 40
  • 60
  • 80
  • 100
Thumbnail

Άγιος Χαράλαμπος. Τον Άγιο Χαράλαμπο την εκκλησία τον κάμανε παλαιά που ήτανε η μεγάλη αρρώστεια η σπανιώλη (= η πανώλης) όξω από δω. Εκεί που στεκόντανε οι άνθρωποι τους έπιανε κοιλιά (=κόψιμο) κι αμέσως μένανε (= απέθαιναν). Από τότε που κάνανε την εκκλησία, μη κακό, δεν ξανάρθε η σπανιώλη. Στη μνήμη του γίνεται μεγάλη πανηγύρη. Όλη νύκτα γίνεται ολονυχτία και την άλλη μέρα βγαίνει η εικόνα με σημαίες και γυρίζει τη Χώρα (=την πρωτεύουσα). 

Σπυριδάκης, Γεώργιος Κ. (1960)
Thumbnail

Λένε πως οι λαγοί έχουνε προστάτης ένα λαγό ‘που του λένε τσομπάνη κι’ αυτός ο λαγός παρουσιάζεται πρώτος όταν πάη ο κυνηγός κουτσαίνουντας.Κάνει τέτοια παραστρατήματα για να αποφύγη την τουφεκιά του κυνηγού.Αυτό το κάνει για να φύγη ο κυνηγός από το μέρος αυτό που είναι οι άλλοι λαγοί.Οι κυνηγοί που ξέρουν αυτή την ιστορία παθαίνουν ένα τράκ και δεν καταφέρνουν να τον σκοτώσουν.Και τότε λένε ότι δεν πρόκειται να κάμωμε κυνήγι σήμερις γιατί δεν τον θέλει ο τσομπάνης. (εννοεί τν λαγό). 

Σπυριδάκης, Γεώργιος Κ. (1960)
Thumbnail

Η τζιά ήταν όλο ελιές κι αφού τις κάψανε ωνομάστηκε Κέα 

Σπυριδάκης, Γεώργιος Κ. (1960)
Thumbnail

Της Παναγίας, στις 15 του Αυγούστου, είχε παέι μια μάννα με την κόρη της στην Τήνο. Η κόρη ήτο μουγκή (= δεν ωμιλούσε) την πήγε στην Τήνο για να γίνη καλά αλλά δεν είχε γίνει τίποτε. Όταν γυρίζανε πίσω επέρασε το πλοίο κάτω από την Παναγία την Καστριανή. Εκτυπούσε η καμπάνα της Καστριανής για χαιρετισμού για χαιρετισμό του παποριού που περνούσε. Τότες η μάννα της μουγγής, ερώτησε γιατί ο κόσμος όλος προσεύχεται. Μια τζιώτισσα που ‘τανε στο παπόρι μαζί της είπε πως είναι κ΄εδώ μοναστήρι της Παναγίας. Την έχομε κ’ εμείς πολύ θαματουργή. Εσηκώθηκε τότες η μάννα και είπε με δάκρυα γονατιστή. «Παναγιά μου, αφού κάνης σε όλους θάματα κάμε κ’ εμένα στο παιδί μου!». Αυτή τη στιμή σηκώνεται και η κόρη της που ήτανε μουγκή και λέει : «Παναγία μου». Το θάμα έγινε χαρά μεγάλη μέσα στο παπόρι. Η κόρη που μίλησε είπε : «Παναγία μου, τι να σου κάμω; Τίποτε άλλο δεν μπορώ να κάμω παρά να σου στείλλω μια εικόνα στη χάρη σου με τα μαλλιά της κεφαλής μου. Και πράγματι έφτιασε την εικόνα και την εκέντησε με τα μαλλιά της. Η εικόνα αυτή υπάρχει τώρα στην Καστριανή. 

Σπυριδάκης, Γεώργιος Κ. (1960)
Thumbnail

Το βράδυ ο ήλιος βασιλεύει. Παλιά μας έλεγαν πως όταν ο ήλιος βασιλεύει, αυτός επείνασε και πάει στη μάννα του να του δώση φαεί. 

Σπυριδάκης, Γεώργιος Κ. (1960)
Thumbnail

Στις Ποίσες είναι μια τοποθεσία που τη λένε Κάστρο και είναι η Παναγία απάνω (= εκκλησία της Παναγίας). Εκεί πέρα υπήρχε παλιά βασίλειο, έμενε εκεί πέρα ένα βασιλόπουλο. Στην Αγία Μαρίνα που είναι ο πύργος έμενε μια βασιλοπούλα. Την αγαπούσε το βασιλόπουλο αλλά ο πατέρας της δεν τον ήθελε και τον κυνηγούσε. Αυτή τον ήθελε κ’ έκανε παντοίους τρόπους να τον δη. Αυτός έβαλε απ’ έξω και τη φυλάγανε μέσα κλεισμένη. Το βασιλιόπουλο εύρισκε τρόπο κ’ ερχότανε το βράδυ και την έβλεπε. Ανέβαινε πάνω στην Αγία Μαρίνα με το άλογό του και για να μην τον καταλάβουνε όταν ανέβαινε προς τον πύργο έβαζε τα πέταλα του άλογου ανάποδα, προς τα κάτω, για να βλέπουν το πρωΐ τα πέταλα προς τα πού πηγαίνουν τα βήματα. Όταν έφευγε εγύριζε τα πέταλα προς τα πάνω για να μην τον ανακαλύψουνε. Μια νύχτα τα μεσάνυχτα, όταν ερχότανε για να ιδή τη βασιλοπούλα, ο βασιλιάς είχε βάλει αθρώπους και τον παραμόνεψαν σε μια θέσι που τη λέμε Κρεμαστή. Το μέρος είναι άγριο, είναι βουνά, είναι όλο στεφάνες (=κρημνοί και βράχοι μεγάλοι). Μια στιμή παρουσιάστηκε αυτός που παραμόνευγε μπροστά, το άλογο εχταμπίστηκε (=εξιππάσθηκε) και έρριξε κάτω το βασιλόπουλο, εκρεμάστηκε κ΄εσκοτώθηκε. Κι από τότε λένε το μέρος αυτό Κρεμαστή. Μετά από πολλά χρόνια μια γριούλα είχε εκεί κοντά ένα μπαξέ (=περιβόλι) κ’ εσηκώθηκε ακόμη βαθειά νύχτα που ήταν φεγγάρι για να πάη να ποτίση τον μπαξέ. Τότες δεν είχαν ρολόγια Κι’ αυτή εξύπνησε κ’ έφυγε για τον μπαξέ με την πρώτη λαλιά του πετεινού, ακόμη μεσάνυχτα. Επήγε κι άνοιςε τη στέρνα να ποτίση. Μια ματιά που έρριξε πέρα προς την Κρεμαστή είδε μια λάψι και μέσ’ στη λάψι αυτή ένα αξιωματικό με το τσιγάρο στο στόμα και με το βούρδουλα στο χέρι. Μόλις είδε αυτό, εθυμήθηκε που είχε ακούσει για το βασιλιόπουλο, και το είδε τώρα ολοφάνερο. Ετρόμαξε, έπεσε πάνω σε μια ρίζα από λεμονιά κ’ εσκέπασε τα μάτια της να μην βλέπη ίσαμε που ξημέρωσε κ’ εβγήκε ο ήλιος. Το νερό που είχε αρχίσει να ποτίζη επήρε όλο τον μπαξέ, το χώμα, και τόνε κατάστρεψε. Η γριούλα τρομαγμένη γύρισε στο σπίτι της. 

Σπυριδάκης, Γεώργιος Κ. (1960)
Thumbnail

Ήτανε μια φορά ένας βασιλιάς νιόπαντρος κ’ έκαμε με τη βασίλισσα ένα κοριτσάκι. Στις τρεις μέρες περίμενε ο βασιλιάς με τη βασίλισσα μ’ αγωνία που θα πηγαίνανε οι Μοίρες να το μοιράννουνε το βράδυ πήγανε οι Μοίρες. Η μια του είπε ότι θα γίνη βασίλισσα. Η άλλη του είπε πως θα γίνη πολύ όμορφη. Η Τρίτη του είπε ότι όταν θα γίνη δεκαεννιά χρονώ θα πνιγή στο πηγάδι του κήπου του παλατιού. Όταν έφτασε το κορίτσι δεκαεννιά χρονώ εκλείσανε το πηγάδι για να μη πέση μέσα. Αυτό όμως όλο κ’ ετριγύριζε πάνω από το πηγάδι. Όταν ήρθε η ωρισμένη μέρα που του ‘χε μοιράνει η μοίρα του, πήρε ένα ποτήρι νερό να πιή κι όπως έπινε το νερό επνίγηκε. Από τότε έμεινε η παροιμία «Απού του μέλλει να πνιγή ποτέ του δεν πεθαίνει». 

Σπυριδάκης, Γεώργιος Κ. (1960)
Thumbnail

Τις Νεράϊδες τις λέγαμε παλαιά Ανεραΐδες και Καλές Κυράδες. 

Σπυριδάκης, Γεώργιος Κ. (1960)
Thumbnail

Στην Καλησκιά (=τοποθεσία στην Κάτω Μεριά) ήτανε μια φορά δυο αδερφοί πολύ αγαπημένοι. Αυτοί ήσαν πολύ δυνατοί, γεροί με δύναμι. Αυτοί μαζεύοντας χαμάδα (=βελανίδι) μια μέρα παραξηγήθηκαν αναμεταξύ τωνε και επειδή ‘σανε άκακοι άθρωποι, για να ξεθυμάνη ο ένας και να μη χτυπήση το αδερφό ντου έπιασε ένα δρυ και τον έσκισε από πάνω ως κάτω. Έτσι του πέρασε ο θυμός. 

Σπυριδάκης, Γεώργιος Κ. (1960)
Thumbnail

Κάποτε ήταν ένας Καπετανέος Έλληνας, Βάσος ονομαζόμενος. Αυτός καταγόντανε από εδώ. Αυτός έκλεψε μια γυναίκα την ωραία Ελένη και την έφερε εδώ στην Τζια να την κρύψη. Οι Τζιώτες όμως δε δεχθήκανε γιατί φοβόντανε να μην έρθουν οι Τούρκοι να τους κάψουν πάλι. Αυτός αφού δεν την εδεχθήκανε τους είπε: Θα σπείρω μια χούφτα λάδι απάνω στην Τζια. Την πήρε και την πήε στη Σύρα. Εκεί την δεχθήκανε. Η σκάλα που ‘ναι σήμερο στη Σύρα, θα γενόντανε εδώ πέρα στη Τζια αλλά ο Βάσσος από πείσμα δεν άφησε να γίνη εδώ. Και για εκδίκησι έφερε στη Τζια τετρακόσους Λιάπηδες και υποχρέωσε τον καθένα να παίρνη από ένα δυο να τους ταϊζη. Και τότες μεσ’ στα σπίτια είχανε αμπάρια κ’ εκρύβανε 3- 4 κορίτσια της γειτονιάς για να μην τα πειράξουν οι Λιάπηδες. 

Σπυριδάκης, Γεώργιος Κ. (1960)
  • «
  • 1
  • 2
  • 3
  • 4
  • . . .
  • 8
  • »

Πλοήγηση

Όλο το ΑποθετήριοΑρχείο & ΣυλλογέςΤόπος καταγραφήςΧρόνος καταγραφήςΣυλλογείςΛήμμαΚατάταξη παράδοσης (κατά Πολίτη)Ευρετήριο πηγώνΚείμεναΑυτό το ΑρχείοΤόπος καταγραφήςΧρόνος καταγραφήςΣυλλογείςΛήμμαΚατάταξη παράδοσης (κατά Πολίτη)Ευρετήριο πηγώνΚείμενα

Ο λογαριασμός μου

Σύνδεση

Περιήγηση ανά

Τύπος
Παραδόσεις (74)
Συλλογέας
Σπυριδάκης, Γεώργιος Κ. (74)
Τόπος καταγραφής
Κέα (74)
Χρόνος καταγραφής1960 (74)
Επικοινωνήστε μαζί μας | Αποστολή σχολίων
Κέντρον Λαογραφίας E-Mail: keel@academyofathens.gr
Δημιουργία/Σχεδιασμός ELiDOC
Λογισμικό DSpace Copyright © 2015  Duraspace


Το Έργο «Εθνικό δίκτυο ψηφιακής τεκμηρίωσης της άυλης και υλικής πολιτιστικής κληρονομιάς» στο πλαίσιο του Επιχειρησιακού Προγράμματος «Ψηφιακή Σύγκλιση» του ΕΣΠΑ 2007-2013, συγχρηματοδοτήθηκε από την Ευρωπαϊκή Ένωση και από εθνικούς πόρους.