• Ελληνικά
    • English
  • Ελληνικά 
    • Ελληνικά
    • English
  • Σύνδεση
Αναζήτηση 
  •   Αρχική σελίδα
  • Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας
  • Αναζήτηση
  •   Αρχική σελίδα
  • Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας
  • Αναζήτηση
JavaScript is disabled for your browser. Some features of this site may not work without it.

Αναζήτηση

Προβολή προηγμένων φίλτρωνΑπόκρυψη προηγμένων φίλτρων

Φίλτρα

Χρησιμοποιείστε φίλτρα για να περιορίσετε τα αποτελέσματα αναζήτησης.

Αποτελέσματα 1-10 από 13

  • Επιλογές Ταξινόμησης:
  • Συνάφεια
  • Τίτλος Αυξ.
  • Τίτλος Φθιν.
  • Ημερ. Υποβολής Αυξ.
  • Ημερ. Υποβολής Φθιν.
  • Αποτελέσματα ανά σελίδα:
  • 5
  • 10
  • 20
  • 40
  • 60
  • 80
  • 100
Thumbnail

Αλέξαντρος ο βασιλιάς ενειρεύτηκε πως υπάρχει σκότος κ’ εστενοχωριούντονε με είντα τρόπο θα το βρη κ’ εσυνεννοήθηκε τη δωδεκάδαν του. Ετότες του ‘πε ένας απού τη δωδεκάδαν του, να πάρη σαράντα φοράδες βυζανόμενες και να τρυπήση καλάμια να βάλη μπαρούτι και λάδι, γιατί βρίσκονται ‘ς την πόρτα του σκότους άγριοι αθρώποι και τρώνε τσ’ αθρώπους. Κι όντεν θα μπούνε ‘ςτην πόρτα του σκότους, να δώσουνε φωθιά ς’ τα καλάμια απού ΄χουνε το μπαρούτι και το λάδι, να κάψουνε τσοι φτερούγες των αγρίω αθρώπω και με τέθοιον τρόπο θα μπούνε ‘ς το σκότος. Όντεν επερνούσανε το σκότος των ελέγανε οι καημένοι άγριοι: - Να νοιώθετε να πάρετε από μας να φάτε και να κάμετε πετσί να καλλικωθήτε! Εκειά μέσα ήτονε ένα πράμα απού ‘λεγε: Ανέν πάρης, θα το μεταγνώσης κι’ α δεν πάρης, πάλι θα το μεταγνώσης. Αυτό το πράμα ήτονε ατίμητη πέτρα απού έφεγγε ‘ς το σκότος. Εκ Λάκκων Κυδωνίας 

Σπυριδάκης, Γεώργιος Κ. (1939)
Thumbnail

Ο Τίμιος Σταυρός, όντεν είναι τση χάρις του, φεύγει από 'σπέρας απού τον Ψηλορείτη και πηαίνει 'ς τον Κουλούκουνα. Μα ποιός άξιος να τόνε 'δή, φαίνεται μια φωθιά μεσοδόκι κι αυτή 'ναι ο τίμιος σταυρός, μα δεν βαστά πολλή ώρα. Ότι προφτάξης να του ζητήξης την ώρ' απού φαίνεται, σου το δίδει η χάρι του. Μια φορά μια γραί τον είδενε και του 'πενε : τίμιε σταυρέ μου και πέψε μου χίλια ... Δεν επρόφταξένε να πή “ριάλια” και ο τίμιος σταυρός τση 'πέψενε αχείληα κ' εκρεμαστήκανε σαν του γαϊδάρου. (Εκ Πρινέ Μυλοποτάμου). 

Σπυριδάκης, Γεώργιος Κ. (1939)
Thumbnail

Οι αρχαίοι Έλληνες ήσανε κακοί κι ο Θεός τσοι ξεβαρέθηκε κ' ήπεψε τον Άγγελο και τως είπε: “Τρεις χρόνους λίμα ή τρεις ώρες πόλεμο”. Αυτοί είπανε: “Τρεις χρόνους να πεινούμε δε βαστούμε, καλλιά τρεις ώρες πόλεμο. Ετότες ήπιασε ο Άγγελος το σπαθίν του και τσοι 'κοβγε ίσαμ' απού 'ξετελέψανε τρεις ώρες. Ύστερα ήσυρε το σπαθίν του, ήπιασε ένα παννάκι και το 'πάστρεψε, κι απόϊ το 'βαλε μέσα σ' ένα γυαλάκι και το 'φύλαξε, ύστερα το 'θαψε μέσα 'ς τη γη. Σαν πέρασε πολύς καιρός κ' εξαναγίνανε πάλι οι j αθρώποι, ήτυχε κ' επήε ένας άθρωπος κ' ήσκαφτε και βρίσκει το γυαλί και το ξεστουμπώνει και πετάται η πανώγλα όξω και ξεκάνει τσοι, κ' επόμεινε μόνο που κ' ένας αζωντανός. 

Σπυριδάκης, Γεώργιος Κ. (1939)
Thumbnail

Μια μαμή επήε να πλύνη ‘ς το Γλυκομούρι, και φανερώνεται μια αφορδακίνα αγκαστρωμένη κ’ ήβγαιν’ απάνω ‘ς την πλύστρα, κι όσο την ήδιωχνε, αυτή ήβγαινε ‘ς την πλύστρα. Λέει τση: Φύγε κακομοίρα, κι άμα γεννήσης θα ‘ρθώ να σου βοηθήσω. Σε κάμποσες μέρες κτυπούν – την – πόρτα τζη και λένε. «Έ! Μαμή, κερά μαμή, η αφορδακίνα κοιλιοπονά και σε θέλει να πας.» Την παίρνει αυτός και τση λέει να κάμης ό,τι κατέχης και να μη μιλήσης. Αυτή θα κάμη μια φούσκα και να τη δώσης σε μια απού τσοι πλεό καλές ανεράϊδες κι αυτή θα τη δώση τσ’ άλλης και τελευταία θα γενή κωπέλλι. Το κωπέλλι γίνηκε θηλυκό κι ο ανεράϊδος το ‘θελε ασερνικό. Του ‘βάλανε λίγο κερί κ’ εξεγελάσανε τον ανέραϊδο. Όντεν ήφευγε τση βάλανε μια ποδιδεά κρομυδόφυλλα, αλλ’ αυτά ήσανε φλουριά, κερένιο ήτονε το βυβλί κ’ ήλειωσε κ’ εχάθηκε. Αυτός εφώνιαζε, μ’ αυτή δεν εμίλειε, τελευταία τση λέει: Ά! καημένη! Εποσυνάχτηκες γοργό, αλλοιώς ήθελα σε σάσω εγώ, ήθελα σου πάρω την εμιλιά. 

Σπυριδάκης, Γεώργιος Κ. (1939)
Thumbnail

Η κατσίκα έχει την ορά τζη απάνω σηκωμένη,γιατί μια φορά όντεν εζυγώνανε την –Παναγία οι J Οβραίοι, επήε μέσα ‘ς ένα κουράδι αίγες για να τη χώσουνε,μ’αυτές εσηκώνανε τσ’ οράδες τωνε κ’εσκορπιστήκανε.Τότες η Παναγία των είπενε : ‘’Την κατάρα μου να ‘χετε και ν’απομείνη η J ορά σας εκειά σηκωμένη και να εργάτε το χειμώνα’’.Ύστερα επήενε ‘ς τα πρόβατα κ’εγενήκανε ένα κουβάρι και την εχώσανε.Η Παναγία των ευκήστηνε : ‘’την ευχή μου να ‘χετε κι ά βρέχη,κι ά χιονίζη,ν’αχνίζη το μαλλάκι σας.’’ [Ακολουθεί μελέτη επι της παραδόσεως,αυτόθι] 

Σπυριδάκης, Γεώργιος Κ. (1939)
Thumbnail

Ο Μέγας Αλέξανδρος είδε ‘ς τα’ όνειρόν του να κατέβη ‘ς τη θάλασσα σαράντα χιλιάδες οργυιές ‘ς το βάθος, κ’εκειά μέσα να βρή τ’αθάνατο νερό. Αυτός έκαμε μια γυαλένια κάσσα όπως τον εδιάταξε ένας Άγγελος και του ‘πε να μείνη μέσα σ’αυτή σαράντα ώρες. Την κάσσα αυτή την έδεσε με μια αλυσίδα. Αλλά πρωτύτερα είχε πεί, άμα κουνήση την αλυσίδα, να τόνε σύρουνε ‘πάνω. Κατά τύχη επέρνα ένα χέλυ ‘ς τσοι σαράντα ώρες αυτές και την τελευταία ώρα εκτύπησε η οράν-του την αλυσίδα και τον εσύρανε πάνω. Αυτός ετότες επήρε το αθάνατο νερό και του είπε ο άγγελος να λουτρουήση το στρατό του και να το μεταβάλη και ύστερα να πάη ‘ς το σπίτι να του δώση το αθάνατο νερό, απού ήθελα μείνει αθάνατο. Αλλά αυτός πηγαίνει ΄ς το σπίτι και ζητά τα’αθάνατο νερό αλλά του είπε η κόρη του η Γοργόνα : ‘’άμα το είδα, μπαμπά, νερό, το ΄χυσα ‘ς τη θάλασσα και τσ’είπε :την –κατάρα μου να ‘χης και από τη μέση και πάνω να ‘σαι γυναίκα, κι από τη μέση και κάτω ψάρι, και να ρωτάς ανέν ‘πόθανε ή ανέ ζή ο βασιλέας Αλέξαντρος και να περιμένης την ευκή μου. Κι αυτή ετότες εγίνηκ’έτσι και αλλοίμονο’ς’ς τα καράβια που πάσι και τα ρωτήξη ανέ ζή ο βασιλεάς Αλέξαντρος ή ανέν ‘πόθανε, και τσή ‘πουνε πως ‘πόθανε, θα τα βουλήση. Και ο καπετάνιος τση λέει : ‘’ζή κερά μου ο βασιλεάς Αλέξαντρος, ζή και βασιλεύγει και τον κόσμο κυριεύγει. 

Σπυριδάκης, Γεώργιος Κ. (1939)
Thumbnail

Όντεν ‘νειρευτή κιανείς βέρος και το μολοήση βρίχνει κάρβουνα. [Ακολουθεί μελέτη επί της παραδόσεως, αυτόθι] Βέρος ,το = αρχαίος θησαυρός, εν Ανατολική Κρήτη, λογάρι 

Σπυριδάκης, Γεώργιος Κ. (1939)
Thumbnail

Στον Ομαλό βρίσκεται του Τζανή ο σπήλαιος. Αυτός λένε πως έχει στοιχειό, κ'ένας άνθρωπος μια φορά είχενε σπαρμένο κοντά 'ς το σπήλαιο και τη νύκτα εκοιμούντονε μέσα 'ς το σπαρμένο. Τη νύχτα γροικά ένα άλογο να σέρνη αλυσίδες κ'εμπήκε 'ς το σπαρμένο. Επήγε να το διώξη κι αυτό έφυγε 'ς το σπήλαιο. Αυτός ετότες εκατάλαβε πως ήτονε στοιχειό. 

Σπυριδάκης, Γεώργιος Κ. (1939)
Thumbnail

Στη Σαβουρέ παρακάτω 'ς ένα πλατανάκι επερνούσανε κωπέλλια κ' είδανε μια φωθιά να καίη το πλατανάκι, και ταχεά επερνούσανε πάλι κ' είδανε πως το πλατανάκι δεν εκάηκε. 

Σπυριδάκης, Γεώργιος Κ. (1939)
Thumbnail

Όντεν κοιμάται κιανείς ζερβά τόνε πλακώνει ο βραχνάς. Ο βραχνάς είναι σαν – τον άθρωπο και φορεί χρυσό φεσάκι και χαράς του που του το πάρη. Μια φορά ο μακαρίτης Αποστόλης εκείτετον εις το Μιτσούδι κ' είδενε το βραχνά κ' εβγαλένε την πιστόλα και του 'παιξένε, μα ναι.... 

Σπυριδάκης, Γεώργιος Κ. (1939)
  • «
  • 1
  • 2
  • »

Πλοήγηση

Όλο το ΑποθετήριοΑρχείο & ΣυλλογέςΤόπος καταγραφήςΧρόνος καταγραφήςΣυλλογείςΛήμμαΚατάταξη παράδοσης (κατά Πολίτη)Ευρετήριο πηγώνΚείμεναΑυτό το ΑρχείοΤόπος καταγραφήςΧρόνος καταγραφήςΣυλλογείςΛήμμαΚατάταξη παράδοσης (κατά Πολίτη)Ευρετήριο πηγώνΚείμενα

Ο λογαριασμός μου

Σύνδεση

Περιήγηση ανά

Τύπος
Παραδόσεις (13)
Συλλογέας
Σπυριδάκης, Γεώργιος Κ. (13)
Τόπος καταγραφής
Κρήτη, Μυλοπόταμος, Πρινέ (13)
Χρόνος καταγραφής1939 (13)
Επικοινωνήστε μαζί μας | Αποστολή σχολίων
Κέντρον Λαογραφίας E-Mail: keel@academyofathens.gr
Δημιουργία/Σχεδιασμός ELiDOC
Λογισμικό DSpace Copyright © 2015  Duraspace


Το Έργο «Εθνικό δίκτυο ψηφιακής τεκμηρίωσης της άυλης και υλικής πολιτιστικής κληρονομιάς» στο πλαίσιο του Επιχειρησιακού Προγράμματος «Ψηφιακή Σύγκλιση» του ΕΣΠΑ 2007-2013, συγχρηματοδοτήθηκε από την Ευρωπαϊκή Ένωση και από εθνικούς πόρους.