• Ελληνικά
    • English
  • Ελληνικά 
    • Ελληνικά
    • English
  • Σύνδεση
Αναζήτηση 
  •   Αρχική σελίδα
  • Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας
  • Αναζήτηση
  •   Αρχική σελίδα
  • Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας
  • Αναζήτηση
JavaScript is disabled for your browser. Some features of this site may not work without it.

Αναζήτηση

Προβολή προηγμένων φίλτρωνΑπόκρυψη προηγμένων φίλτρων

Φίλτρα

Χρησιμοποιείστε φίλτρα για να περιορίσετε τα αποτελέσματα αναζήτησης.

Αποτελέσματα 1-10 από 168

  • Επιλογές Ταξινόμησης:
  • Συνάφεια
  • Τίτλος Αυξ.
  • Τίτλος Φθιν.
  • Ημερ. Υποβολής Αυξ.
  • Ημερ. Υποβολής Φθιν.
  • Αποτελέσματα ανά σελίδα:
  • 5
  • 10
  • 20
  • 40
  • 60
  • 80
  • 100
Thumbnail

Άγια Δευτέρα βοήθα μου και Τρίτη και Τετράδη και Πέφτη και Παρασκευή δουλειά να μη σου κάμω και το Σάββατ' ανηρωτά: κάνετε, κυράδες ρόκκα; 

Άγνωστος συλλογέας
Thumbnail

Στη bαλλάδα είναι τ'Κριαρά το σπίτ'. Αυτός ο Κριαράς δεν ήλυωσε όταν τόνε θάψαν και τον ξαναχώσαν σ'άλλο μέρος, αλλά και πάλ' δεν ήλυωσε. Τόνε θάψαν τότε στ'ν αυλή τ' κ' ήμειν εκεί άλυωτος και βγαίν' τις νύχτες και τιργυρίζ'. Πολλοί ακούσανε τα βηματά τ' τα μεσάνυχτα μες στις κάμαρες. Και φαινόνται και φώτα, π'ανάβουν μοναχά τους απ'τα παράθυρα. (bαλλάδα= Συνοικία της Χώρας) 

Φλωράκης, Αλέκος Ε. (1971)
Thumbnail

Στ’ Χαμέντη κάποιος ήχασε τον κριό τα’ και τον ηύρε κεί. Λέει, <Μια και τον ηύρα δώ, άς τον κουρέψω>, σ’ένα σταύλο που ‘χε πιο κεί. Του ‘δεσε λοιπόν τα πόδια και μόλ’ς τον είχε κουρέψ’ απ’ τη μια μεριά, σκοτείνιασε ξαφνικά ο σταύλος – μέρα μέσ’ – μέρ’ έ ; -σκοτείνιασε και βγήκ’ ένας αράπ’ς μεγάλος. Παρατάει αυτός τον κριό και παίρν’ δρόμο. Τ’ν άλλη μέρα είταν εκεί ακόμα ο κριός, δεμένος και κουρεμμένος απ’τη μια μεριά. 

Φλωράκης, Αλέκος Ε. (1971)
Thumbnail

Μην δης μακριά και φοβηθής, μη δης κοντά και δράμης 

Άγνωστος συλλογέας
Thumbnail

Στα Υστέρνια δουλεύαν κάτ’ εργάτες και το βράδ’ πηγαίναν και κοιμούνταν στον Πύργο. Τ’ ς λέν, <Γιατί δεν κοιμούστε δώ;>. <Μα δεν έχ’>, λέει, <που να μείνουμε>. Λέει, <Πώς δεν έχ’. Είν’ ένα σπίτ’ εδώ, αλλά είναι στοιχειωμένο>. Γελάσαν αυτοί. <Στοιχειά>, λέει, <και τέτοια δεν είναι>. Και πήγαν. Τ’ νύχτα όμως που παίζαν χαρτιά, μαρμαρώσαν ούλ’ και κοιτούσαν πίσω απ’τη bλάτ’ ενού. <Τι ‘ναι, ρε παιδιά ;>, τ’ς ρωτά αυτός. Γυρίζ’ και τι να δεί ; Πίσ’ απ’ τη bλάτη τ’ήστεκε το στοιχειό, ένας παπάς με τα ράσα τ’ και μια μαγκούρα, και τ’ς κοιτούσε. Πήραν δρόμο κι όπου φύγει-φύγ’. 

Φλωράκης, Αλέκος Ε. (1971)
Thumbnail

Γυρίζοντας μια φορά στο χωριό μ'νυχτώθ'κα και μ'ηύραν τα μεσάνυχτα στη Γούρνα.Εκεί άρχισε και τρεμόταν το ζώο στάθ'κε και τρεμόταν. Γυρίζω έτσ', φοβήθ'κα κιόλα, νύχτα, ερημιά, βλέπω ένα μαύρο πράμα και σερνόταν, κακό πράμα, σατανάς. Ήκαμα το σταυρό μ'κι αυτό ήρθε έτσ'δα και ώωπ ήπεσε απο μια πεζούλα στα χωράφια. Τρεμόμουν κι εγώ και το ζώο, δέκα ντενεκέδες κτυπούσαν πίσω μ'. Και βγήκε ύστερα μια φωτιά στ'θάλασσα, μια λάμψ' και μια τρομερή φωνή : Άαααα! Π' dρανταχτήκαν οι βράχ' κ' ήσκασ' ο δαίμονας, με το σταυρό που 'καμα. (το χωριό μου=Τον Τριπόταμο, Γούρνα= περιοχή κοντά στην Καρδιανή) 

Φλωράκης, Αλέκος Ε. (1971)
Thumbnail

Τα στοιχειά είναι ψυχές ανθρώπων ή ζώων, που αφού αποχωριστούν απ’ το σώμα τους αποκτούν υπερφυσική δύναμη και μπορούν να βλάψουν ή να κάνουν καλό. Κατοικούν εκεί που ο άνθρωπος ή το ζώο σκοτώθηκε και συχνά γίνονται φύλακες και προστάτες του τόπου. Στην αντίληψη αυτή οφείλεται το έθιμο να <στοιχειώνουν> το σπίτι σφάζοντας έναν κόκορα στα θεμέλια : <Στα θεμέλια ρίχν΄ς αγιασμό και καλαμένια σταυρουδάκια και λεφτά για το γούρ τα’ σπιτιού. Πρέπ’ να σφάξ’ς κι έναν κόκορα, να στάξ’ το αίμα τ’ για να στοιχειώσ’ το σπίτ’. Χών’ς και τα’ gεφαλή τα’ στα θεμέλια> Υπάρχουν και θησαυροί στοιχειωμένοι, που τους αποχτά όποιος μπορέσει να τους ξεστοιχειώσει. Ένας τέτοιος θησαυρός είναι και η χρυσή γουρούνα του Ξώμπουργου. (Βλ. Παραδόσεις> (Στοιχειά>) 

Φλωράκης, Αλέκος Ε. (1971)
Thumbnail

Στ’ gαψιάνη είναι κάτι βράχ’ και κάνουν καμάρα κι αποκάτω περνά ο δρόμος. Είναι η Γελλιδοκαμάρα που βγαίνουν οι αγελλούδες. Κάποτε μια γριά πήγε στ’ Μαΐντα να μαζέψ’ φασόλια. Όταν τέλειωσε κ’ ήκανε να φύγ’, ακούει τραγούδια και βιολιά. Γυρίζ’ να δει και βλέπ’ μπροστά τ’ς τ’ Γελλιδοκαμάρα τ’ς Καψιανής. Ενώ είτανε μακριά τ’ν ήβλεπε μπροστά τ’ς. Δίπλα είταν ένας βράχος πλατύς και πάνω χορεύαν έξη κοπέλες. Λέει, «Ά, μεσημεριάτι’κα ηύρατε για χορό» και φεύγ’. Προχωρούσε, προχωρούσε κι όλο στο ίδιο μέρος είταν. Ούτε βήμα δεν είχε πάει. Γυρίζ’, οι κοπέλες είταν ακόμα κει και χορεύαν. Τ’ς λέει: «Ά μωρή, αυτού να το βαστάξ’τε και καλό καιρό σας κάν’». Και τ’ς ήρθε τότ’ ένα μπάτσο και πήγε η κεφαλή τ΄ς στο πλ’αι. Τνε ψάχναν μετά και τ’ν ηύραν στο δρόμο καταγής. Κι όταν μετά ‘πό χρόνια πέθανε, ακόμα και μες στο φέρετρο είταν στο πλάι η κεφαλή τ’ς κ’ είχε ένα σ’μάδ’ σα να ‘ταν σιδερωμένο το μάγουλο. [gαψιανή= περιοχή κοντά στο Φαλατάδο] 

Φλωράκης, Αλέκος Ε. (1971)
Thumbnail

Είναι εντελώς περίεργο το ότι η πίστη στην ύπαρξη και στην εμφάνιση των Καλικαντζάρων, πίστη ευρύτατα διαδεδομένη σ’ολόκληρη την Ελλάδα, εδώ είναι άγνωστη. Στην Τήνο ούτε για την εμφάνιση τους διηγούνται, ούτε λαβαίνουν μέτρα προφυλακτικά, ούτε υπάρχουν σχετικές παραδόσεις. Όσο κι αν ρώτησα σε διάφορα χωριά, κανείς δεν ήξερε τίποτε σχετικό μ’αυτούς, ούτε θυμόταν να είχε ακούσει ποτέ. Αν κρίνουμε όμως από ένα σύντομο δημοσίευμα του Κ. Καρδαμίτση το 1959, στο <Κυκλαδικόν Φώς>, πρέπει κατά τα τέλη του περασμένου αιώνα να σωζόντουσαν στο χωριό Τριαντάρος ιστορίες για τους Καλικάντζαρους. Γράφει ότι θυμάται στα παιδικά του χρόνια που έλεγαν στο χωριό για τους Καλικάντζαρους ότι <άλλοι είναι ψηλοί, άλλοι κοντοί μια σπιθαμή, άσχημοι, αδύνατοι, με πόδια μακριά και στραβά τραγίσια…με όλα τα κουσούρια και τα σακατιλίκια και μια μεγάλη σκούφια μυτερή στο κεφάλι και σιδερένια παπούτσια ή τσαρούχια, ρούχα δε διάφορα, ως τα κουρέλια… Η κατοικία τους ήταν σε μια σπηλιά μικρή μα όμορφη και λαμπερή πίσω απ’το ψηλό βουνό κι είχε μια τρύπα μικρή και μόλις έμπαινε κι ο τελευταίος έκλεινε μοναχή της και δεν μπορούσε να βγεί κανένας έξω στη γή παρά μονάχα του χρόνου τα Χριστούγεννα που άνοιγε πάλι η τρύπα μοναχή της.. Έκαναν πολλές κατεργαρίες κατεβαίνοντας τη νύχτα από τους κάπατσους.. βουτούσαν τις τηγανίτες, τα γλυκίσματα και τα φαγητά και το σπιτικό τόκαναν άνω κάτω… Έπαιρναν πολλές φορές μικρά παιδιά..και ανάγκαζαν τους διαβάτες να χορέψουν μαζί τους ως να τους κάνουν πτώματα. Ο ίδιος όμως παρατηρεί ότι σε κανένα άλλο χωριό του νησιού δεν είναι γνωστό κάτι γι’αυτούς, ούτε υπάρχουν σχετικές διηγήσεις. Σήμερα ούτε και στον Τριαντάρο μιλούν πια για τους Καλικάντζαρους. Το ότι η πίστη στην εμφάνιση τους διατηρήθηκε εκεί περισσότερο χρόνο, οφείλεται ίσως στο ότι οι κάτοικοι του χωριού αυτού πιστεύουν πιο πολύ απ’όλους τους υπόλοιπους Τηνιακούς στην ύπαρξη δαιμονικών όντων και διηγούνται τις περισσότερες παραδόσεις για <ζωτ’κα>, απ’όλες, τις άλλες περιοχές του νησιού. Από ποια όμως αιτία η πίστη στην εμφάνιση των Καλικατζάρων έχει εκλείψει γενικά στην Τήνο, τη στιγμή που είναι κοινότατη σ’ολόκληρη την Ελλάδα ; Όπως είπαμε παραπάνω στην Τήνο υπάρχει σύγχυση των εξωτικών όντων, αφού όλα τα <ζωτ’κά> και το διάβολο και τις νεράιδες τα ονομάζουν χωρίς διάκριση Αγγελούδες. Ίσως λοιπόν και οι Καλικάντζαροι συγχεόμενοι συνεχώς με τις Αγελλούδες έχασαν την αυθυπαρξία τους και συγχωνεύτηκαν μ’αυτές, οι δε παραδόσεις τους μεταβλήθηκαν σε παραδόσεις Αγγελούδων. Έτσι σιγά-σιγά οι Καλικάντζαροι καταλήξαν να μη θεωρούνται κάν ζωτ’κά αλλά άνθρωποι <λωλοί> που γυρίζουν στους δρόμους και στα λαγκάδια, χωρίς να αποκλείεται όμως να υπήρχε και εξαρχής η αντίληψη ότοι οι Καλικάντζαροι είναι άνθρωποι, αντίληψη που ξεκινάει από παλιές δοξασίες πολλών λαών περί λυκανθρωπίας. Κάτι τέτοιο είχε ήδη γίνει από τα τέλη του περασμένου αιώνα, όπως συμπεραίνει κανείς από την παρακάτω τηνιακή παράδοση που αναφέρει ο Νικόλαος Πολίτης : ‘’Οι καλσαγγάρ’ δεν είναι ζωτ’κα είναι αθρώπ’ κι όταν πλησιάζη τα’άη Βασιλείου τους χτυπά μια λωλάδα και φεύουν απ’τα σπίτια, και γυρίζουν από δώ και κεί. Επειδή πρώτα οι παπάδες δεν ήξεραν γράμματα (από κει που ‘ταν ζευγάδες εγινόνταν παπάδες) και κάναν’ς τη βάφτιση λάθια κι γι’αυτό ηπαθαίναν οι αθρώπ. Όπως είν’ οι αθρώπ’ απαράλλαχτοι είναι κι’ αυτοί> Είναι χαρακτηριστικό ότι με την παραπάνω παράδοση συμφωνεί και μια απάντηση που μου έδωσε ένας Τριανταριανός, τυλιγμένη σε αρκετή ομίχλη αμφιβολίας για την ύπαρξη των δαιμονικών αυτών όντων του Δωδεκαημέρου : <Ανθρώπ’ είναι, όχι ζωτ’κά. Λωλοί αθρώπ’ και γυρίζουν. Τα’ς παίρνουν τα ζωτ’κά και τα’ς γυρίζουν>. Το γεγονός ότι παρόμοια αντίληψη υπάρχει και για τις Αγελλούδες, ότι κι εκείνες δηλαδή παίρνουν και <περπατούν> τους λωλούς στα λαγκάδια, είναι ένα στοιχειό που πρέπει να επέτεινε τη σύγχυση και να ‘παιξε το ρόλο που στη συγχώνευση των Καλικαντζάρων μ’αυτές. 

Φλωράκης, Αλέκος Ε. (1971)
Thumbnail

Στον Τριαντάρο ζούσε μια κοπέλα που ‘χε μια λωλάδα και γύριζε στ’ς δρόμ’ και γελούσε όταν ήβλεπ’ αθρώπ’. Μια μέρα τνε χάσαν και τ΄ν ηύρανε τρεις μέρες μετά πολύ μακριά, κάτω απ’ ένα γεφύρ΄ ζαρωμέν’. Γιατί τ΄ς λωλοί τ’ς παίρνουν οι αγελλούδες και τ’ς περπατούν στα λαγκάδια. 

Φλωράκης, Αλέκος Ε. (1971)
  • «
  • 1
  • 2
  • 3
  • 4
  • . . .
  • 17
  • »

Πλοήγηση

Όλο το ΑποθετήριοΑρχείο & ΣυλλογέςΤόπος καταγραφήςΧρόνος καταγραφήςΣυλλογείςΛήμμαΚατάταξη παράδοσης (κατά Πολίτη)Ευρετήριο πηγώνΚείμεναΑυτό το ΑρχείοΤόπος καταγραφήςΧρόνος καταγραφήςΣυλλογείςΛήμμαΚατάταξη παράδοσης (κατά Πολίτη)Ευρετήριο πηγώνΚείμενα

Ο λογαριασμός μου

Σύνδεση

Περιήγηση ανά

ΤύποςΠαραδόσεις (110)Παροιμίες (58)ΣυλλογέαςΦλωράκης, Αλέκος Ε. (144)Άγνωστος συλλογέας (14)Κουκουλές, Φαίδων (3)Αδαμαντίου, Αδαμάντιος (2)Πουλάκης, Δ. (2)Βογιατζίδης, Ι. Κ. (1)Δουκάκης, Δημήτριος Χρ. (1)Κολλάρος, Ι. Γ. (1)Λουκόπουλος, Δημήτριος (1)Τόπος καταγραφής
Τήνος (168)
Κεφαλληνία (1)Χρόνος καταγραφής1970 - 1972 (144)1940 - 1949 (1)1920 - 1929 (3)1895 - 1899 (2)
Επικοινωνήστε μαζί μας | Αποστολή σχολίων
Κέντρον Λαογραφίας E-Mail: keel@academyofathens.gr
Δημιουργία/Σχεδιασμός ELiDOC
Λογισμικό DSpace Copyright © 2015  Duraspace


Το Έργο «Εθνικό δίκτυο ψηφιακής τεκμηρίωσης της άυλης και υλικής πολιτιστικής κληρονομιάς» στο πλαίσιο του Επιχειρησιακού Προγράμματος «Ψηφιακή Σύγκλιση» του ΕΣΠΑ 2007-2013, συγχρηματοδοτήθηκε από την Ευρωπαϊκή Ένωση και από εθνικούς πόρους.