• Ελληνικά
    • English
  • Ελληνικά 
    • Ελληνικά
    • English
  • Σύνδεση
Αναζήτηση 
  •   Αρχική σελίδα
  • Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας
  • Αναζήτηση
  •   Αρχική σελίδα
  • Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας
  • Αναζήτηση
JavaScript is disabled for your browser. Some features of this site may not work without it.

Αναζήτηση

Προβολή προηγμένων φίλτρωνΑπόκρυψη προηγμένων φίλτρων

Φίλτρα

Χρησιμοποιείστε φίλτρα για να περιορίσετε τα αποτελέσματα αναζήτησης.

Αποτελέσματα 1-10 από 170

  • Επιλογές Ταξινόμησης:
  • Συνάφεια
  • Τίτλος Αυξ.
  • Τίτλος Φθιν.
  • Ημερ. Υποβολής Αυξ.
  • Ημερ. Υποβολής Φθιν.
  • Αποτελέσματα ανά σελίδα:
  • 5
  • 10
  • 20
  • 40
  • 60
  • 80
  • 100
Thumbnail

Αϊ(ε) να κλάσης να κάμης μπουρμπουλήθρες και α(ε)ϊ να χέσης να κάμης μπαχραμάδες 

Νεστορίδης, Κ.
Ερμηνεία: Επί των αξίων περιφρονήσεως
Thumbnail

Πρό τινων ετών μία διάδοσις, ότι στο ορεινό χωριό της Ναυπακτίας-τη ΜΙΚΡΗ ΠΑΛΟΥΚΟΒΑ-νύν ΛΕΥΚΑ- παρουσιάζεται κατά τας σκοτεινάς νύκτας εις τα γιδοπρόβατα, ένα παράξενο ξωτικό, ένας τράγος με ανθρωπίνην μορφήν, ο οποίος προκαλέι τον πανικόν και τον θάνατον των ανωτέρω ζώων, ανεστάτωσε και κατετάραξε τον κόσμον των ποιμένων. 

Σταυρόπουλος, Κωνσταντίνος (1953)
Thumbnail

Μια φορά ήθελε μια γριά να πάη από το Στείρι ΄ς το μύλο του μοναστηριού, καμμιά ώρα μακριά από το χωριό. Σηκώθη από τα μεσάνυχτα κι ακόμα ενωρίτερα, γιατί έφεγγε το φεγγάρι, σαν ημέρα και θαρρούσε πως είχε ξεμερώση. Φόρτωσε το λοιπόν το γάιδαρό της κι από τα δυο πλευρά, έβαλε κι απανωγόμι ένα σακκί με πεντέξι οκάδες στάρι για χόντρο, γιατ’ ήθελε να φτειάση τραχανά. Αφού εφόρτωσε καλά, ξεκίνησε για το μύλο. Σαν έφτασε εκεί, βρήκε το μυλωνά και κοιμώτανε. Φωνάζει, ξαναφωνάζει, δεν άκουγε. Ύστερα από καιρό ξύπνησε, και της άνοιξε και μπήκε ‘ς το μύλο. Ο μυλωνάς απόρησε να ιδή τη γριά να είναι σηκωμένη νύχτα ‘ς το ποδάρι. Σαν άλεσε η γριά το στάρι της κ’ ετοιμαζόταν να γυρίση ‘ς το χωριό, της λέγει. «Άκουσε, γριά, κάθησε δω και περίμενε όσο να ξημερώση. Τι θέλεις τι γυρεύεις να γυρίζης τη νύχτα; «Μόν’ η γριά δεν τον άκουσε, και σηκώθη και τραύηξε το δρόμο της. Όταν έκαμε κάμποσο δρόμο από το μύλο, πέρασε από το μύλο, και άρχισε ν’ ανεβαίνη τον ανήφορο, γιατί από το μύλο ο δρόμος είναι ανηφορικός. Εκεί ακούει από πίσω της ένα κοπάδι γυναίκες, που κάθονταν ‘ς το ρέμα και την εζύγωναν. Η γριά κατάλαβε πως δεν ήσαν καλαίς γυναίκες, μόν’ ήσαν διαβόλισσαις. Αμέσως παίρνει το σακκί που χε απανωγόμι ‘ς το γάιδαρο, το κρύβει σε κάτι βάτα, και ξαπλώνετ’ αυτή στη ράχη του γαιδάρου. Τότε ζύγωσαν οι Νεράιδες το γάιδαρο (γιατί Νεράιδες ήσαν), τον τριγύρισαν και γυρεύαν τη γριά. Μα δεν την ηύραν, και έλεγαν «Να το ένα πλευρό, να και τάλλο, να και το πανωγόμι, μα η γριά που είναι;» Γιατί τη γριά την έπαιρναν για ταπανωγόμι. Τότε λέγει μια απ’ αυταίς «Θα γύρισε πίσω ‘ς το μύλο:» Και μια και δυό πετούν ‘ς τον αέρα, και ‘ς τη στιγμή βρέθηκαν ‘ς το μύλο. Ο μυλωνάς άκουσε φοβερή ταραχή να γίνεται από πάνω του, πέτραις ξύλα γυαλιά και άλλα πράματα να πέφτουν ‘ς τα κεραμίδια του μύλου. Σε λίγο μπήκαν οι Νεράιδες και μέσα ‘ς το μύλο, που ήταν ο μυλωνάς τα κάμαν όλα άνου κάτου, βάλαν και το λιθάρι να γυρίζη, φώναξαν το μυλωνά και γύρευαν απ’ αυτόν τη γριά. Εκείνος όμως από το φόβο του μαζώχτηκε μια κουμούλα σαν κουβάρι ‘ς το στρώμα του και δεν έδωσε απόκριση, γιατί όποιος μιλήση όταν του κρένουν οι διαβόλοι, του παίρνουν τη μιλιά. Οι Νεράιδες ήσαν πολύ θυμωμέναις μ’ αυτόν, αλλά δεν κοτούσαν να πάνε κοντά του, γιατί ήταν καλόγηρος από το μοναστήρι του άη Λουκά, και ήξευρε κ’ έλεγε αγικά. Αφού λοιπόν δεν έκαμαν τίποτα και δεν ηύραν τη γριά ξεκίνησαν με μια πάλι και πήραν το δρόμο που τραυούσε η γριά, και την κατάφτασαν, αν και αυτή, όταν οι διαβόλισσαις έψαχναν να την βρουν’ς το μύλο, εκεντούσε και χτυπούσε το γαιδούρι της, που το τρωγε ο λύκος. Και μερικαίς απ’ αυταίς σταθήκαν μπρος ‘ς το γαιδούρι άλλαις από πίσω, κ’ οι άλλαις ‘ς τα πλάγια, κ’ ήσαν πλήθος σαν μερμήγκια, και δεν το άφιναν να πάη μπροστά, κ’ έλεγαν. «Να το ένα πλευρό, να και τάλλο, να και ταπανωγόμι. Μα η γριά που να είναι;» Άς γυρίσουμε πάλι. Ο μυλωνάς την είχε κρυμμένη!» Στη στιγμή πέταξαν πάλι ‘ς το μύλο. Πάλι έτριζαν τα κεραμίδια ‘ς το μύλο, σαν πώς να πεφτε βαρύ χαλάζι, από τοις πέτραις και τάλλα πράματα πώρρηχναν. Γύρισαν πάλι το μύλο κι από μέσα κι απόξω, περικύκλωσαν πάλι το μυλωνά να ιδούν μην την έχη τη γριά κρυμμένη κοντά του. Αφού όμως δεν ηύραν πάλι τίποτα πουθενά, ξανάφυγαν κ’ έφτασαν το γαιδούρι, που ήταν η γριά. Αυτή είχε φτάση ως ταμπέλια του χωριού. Τριγύρισαν πάλι οι Νεράιδες με θυμό το γαιδούρι, κ’ έλεγαν το ίδιο. «Να το ένα πλευρό, να και τάλλο, να και το πανωγόμι. Να η γριά που να είναι;» Αχ, και να την βρίσκαμε τη σκατόγρια, τι έχομε να της κάμωμε! Να ξευρε τι την περιμένει! Αχ, που να είναι! Μα θα τη βρούμε, θα πάμε ως το χωριό», Σαν τ΄άκουγε αυτά η δυστυχισμένη η γριά από τον τρόμο της της κοβόντασε λίγοι λίγοι λίγοι, και κρατούσε την αναπνοή της, που πήγε να σκάση. Κει που λέγαν αυτά οι Νεράιδες και περιτριγύριζαν το γαιδούρι, κοντοζύγωσαν ‘ς το χωριό. Τότε έκραξε ένας κόκορας και μια απ’ αυταίς είπε «Κόκορας ελάλησε». Μια άλλη της αποκρίθηκε» Ας τον να λαλή, είναι ο πράσινος». Σε λίγο έκραξε άλλος κόκορας. Και λέει μια απ’ αυταίς. «Ακούτε, κι άλλος κόκορας ελέλησε, πάμε να φύγουνε. – Ούφ, ας τον να λαλή, είπε άλλη, είναι ο παρδαλός». Όταν έφτασαν απόξω απ’ το χωριό, εκεί που είναι οι σπηλιαίς, ελάλησε και τρίτος κόκορας. Τότες φώναξαν «Πάμε, πάμε, γιατί ο μαύρος λάλησε, και μας πλάκωσε η ημέρα. Αχ σκατόγρια!» Και αμέσως πέταξαν κ’ έφυγαν. Κ’ έτσι έφτασε η γριά ‘ς το σπίτι της κατατρομασμένη, κ’ έβαλε ευτύς λιβάνι και λιβανίστηκε. Και σε λιγάκι σαν ξαπόστασε κ’ ήρθε ‘ς τα συγκαλά της, είπε τι έπαθε κ’ ησύχασε. Κ’ έτσι με την εξυπνάδα της γλύτωσε η γριά. Και σαν ξημέρωσε ο Θεός την ημέρα και φώτισε καλά, πήγε μαζί με το γέρο της κει που είχε κρυμμένο το σακκί ταλεύρι και το πήραν και το κουβάλησαν ‘ς το σπίτι τους. 

Πολίτης, Ν. Γ. (1904)
Thumbnail

Είναι μάνες και μανάδες είναι και μερικές γαϊδάρες 

Νεστορίδης, Κ.
Thumbnail

Κάτω από τους Λάκκους , το ηρωικό αυτό χωριό, που έχει δεν έχει σήμερα κατοίκους δυο χιλιάδες και λιγτερους , στην περιφέρια των Κυδωνιών, λένε πως ήταν, μια φορά κι’ έναν καιρό, θα είνε 300 χρόνια από τότε, ένα στοιχειωμένο δένδρο, τεράστιο, ψηλό , που νόμιζε κανείς πως τα κλωνάρια του φθάνανε στον ουρανό. Στη ρίζα του δένδρου αυτού, ρίζα θεριακωμένη ήταν, μισοχωμένη μέσα εις το χώμα, μια πλάκα μαρμαρένια παλαιά, μ’ αρχαία γράμματα απάνω. Τι λέγανε τα γράμματα αυτά, ποιος ήξερε να τα διαβάση ;Ο κόσμος τότε δεν ήξερε γράμματα πολλά, ίσως δεν ήξερε διόλου. Αν δεν ξέραν όμως τότε γράμματα , όλοι όμως ξέραν πως εκεί από κάτω κρυβόταν μεγάλος θησαυρός, γαιτί πολλοί είδαν , νύχτα, καθώς περνούσαν από εκεί, πολλές φορές έναν Αράπη, και ιδίως το δωδεκαήμερο, με κάτι χείλη κρεμαστά, που σαρώνανε τη γή,να βόσκη θησαυρούς χρυσούς, με πιρλάντια και διαμάντια, που φάνταζαν μέσ’ στο σκοτάδι. Και ήσαν λέν, τόσο πολλοί, που έμοιαζε ο τόπος σαν ουρανός με τα’άστρα. Κάποτε, οι νέοι των Λάκκων, εκείνης της απομακρυσμένης εποχής, αποφασίσανε να κατεβούν εκεί στο στοιχειωμένο δένδρο, να αποσείσουνε την πλάκα, τη βαρειά, και να βρούνε το <λογάρι>. Και κατέβηκαν. Αλλά μόλις πιάσανε την πέτρα και θέλησαν να την κινήσουνε, πέσαν όλοι καταγής , ξεροί, νεκροί, σαν να τους χτύπησε αστροπελέκι. Από τότε , φόβος και τρόμος σ’ όλο το χωριό, και που να περάση άνθρωπος από το δένδρο, και που να γυρίση μάτι χωρικού την πλάκα να κυττάξη. Φόβος αλλά και στεναχώρια. Οι Λακκιώτες δεν μπορούσανε να το χωνέψουνε, πως ήταν εκεί κάτω τόσος θησαυρός, και να μην μπορούνε να τον πάρουν.. Απάνω εις την συλλογή αυτή και σ’αυτή τη στενοχώρια να και εμφανίζεται ένας Εβραίος, από τα Χανιά. Ήσαν τότε στηην Κρήτη Εβραίοι αρκετοί, που είχαν έλθη με τους Ενετούς. Οι Ενετοί τους θέλουν για την εμπορική και πλουτολογική ανάπτυξη των αποικιών αλλά υπό τον όρον , μοναχά, να μένουν μέσα εις τας πόλεις. Δεν είχον δικαίωμα να έχουν ακίνητον περιουσίαν και αν αποκτούσαν, τους την παίρναν αι αρχαί, όπως έγινε στο Ρέθυμνο, ούτε υπάρχει παράδειγμα Εβραιοπούλας, που να εβαπτίσθη Χριστιανή και να πήρε Κρήτα. Αν και θα ήσαν ώμορφες πολύ, όπως το λέει και το κάτωθι παληό δημοτικό τραγούδι :Χριστέ μου και να γίνονταν η γ' Ο’ριοπούλες λιβάδι, κι’ οι γ’ Οβριοπούλες πέρδικες, κι’ εγώ περδικολόγος, να πάρω το δοξάρι μου, το περδικόπανό μου (παγίς περδικιών) νάβγαινα να κυνηγούσα μια σκύλα Οβιοπούλα, που τονε δώδεκα χρονώ, αστραφτερή, δροσάτη.. Φύγαμε όμως από το θέμα. Απάνω, λοιπόν, στη στενοχώρια αυτή και τη συλλογή , εμφανίζεται ένας Εβραίος από τα Χανιά και τους λέγει ότι αυτός ξέρει να διαβάση την πλάκα και ν’ ανοίξη και τον θησαυρό, αλλά θα του δώσουν τα μισά από ό,τι βρούνε. Συμφώνησαν έτσι και κατεβήκανε όλοι μαζί στο δένδρο, και τότε ο Εβραίος διάβασε πως για ν’ανοίξη η πλάκα και να μη πάθη άνθρωπος και να πάρουν και τον θησαυρό, πρέπει να σφαχθούν απάνω εκεί 22 αδέρφια, και με το αίμα τους να ραντισθή η πλάκα και τα μάγια να χαθούν. –Είκοσι δύο αδέρφια! είπαν οι Λακκιώτες. Ποια μάννα έκαμε ποτέ τόσα παιδιά, και αν τάχη και καμμιά, πως θα τα θυσιάση! Ο Εβραίος σκέφθηκε, σκέφθηκε και έπειτα κυρίζει και τους λέει : -Ελάτε να πάμε στο χωριό. Ανεβήκανε επάνω εις τους Λάκκους και ο Εβραίος άρχισε να γυρίζη τις αυλές, σαν κάτι να ζητάη. Στο τέλος είδε μια κλώσσα, που είχε είκοσι δύο πουλιά. Λέει να του τα βάλουν σ’ένα κόσκινο και κατεβαίνουν έπειτα όλοι μαζί στο δένδρο. Εκεί σφάζει 22 αδέρφια, και ραντίζει την πλάκα με το αίμα τους. Αμέσως σείστηκε η γή, έτριξε βαθειά το στοιχειωμένο δένδρο κι’ η πλάκα αναταράχτηκε. – Τραβάτε την, είπεν ο Εβραίος, σείς , που βαστούν τα χέρια σας. Τράβηξαν. Τι να ιδούνε από κάτω. Χρυσάφια, πετράδια, μαλαματικά, αστραποβόλησεν ο τόπος, θαμβώθηκαν τα μάτια τους,εσείσθη ο λογισμός τους. Τότε ένας Λακκιώτης, που μέθυσε από τον θησαυρό, είπε να σκοτώσουν τον Εβραίο, για να μη του δώσουν το μισό θησαυρό και έτσι να τον πάρουν όλον οι Λακκιώτες. Αλλά οι άλλοι Λακκιώτες, γενναίοι όπως είνε και υπερήφανοι, άμα ακούσανε τον λόγο τούτον, που θα ντρόπιαζε για πάντα το χωριό τους, παρ’ ολίγο να σκοτώσουμε αυτόν που έκαμε την πρότασι.Τον διώξανε, όμως, απ’εκεί, και έπειτα τον διώξαν κι’ απ’τους Λάκκους. Καθήσανε με τον Εβραίο, μοίρασαν τίμια τον θησαυρό, κι’ ανέβηκαν αυτοί στους Λάκκους και ο Εβραίος τράβηξε για τα Χανιά. Ο Εβραίος δεν έμεινεν εδώ, που είχε τόσες δυσκολίες, που δεν του επέτρεπαν ούτε περιουσία ν’ αποκτήση ούτε και με τους Χριστιανούς να ζήση με ισότητα.Για τούτο πήρε τους παράδες του, πήρε τον θησαυρό του, και έφυγε δια την Σμύρνην, όπου την είχανε οι Τούρκοι, και δίναν πιο μεγάλα στους Εβραίους δικαιώματα περιουσίας και ελευθερίας. Εκεί, λένε, επεδόθη στο εμπόριο και έγινε μεγάλος και τρανός. Οι Λακκιώτες, πάλιν, μοιράσανε αδελφικά τον θησαυρό και από τότε : Πλούτος επεχύθη πολύς εις την χώραν των Λάκκων και οι νέοι, μαχαίρια χρυσά και παγέτες εφόρουν .. όπως έψαλλε κάποιος Δεσπότης για τους Λάκκους. Από τότε δε, λένε οι Λακκιώτες, πως όπου έβλεπε κανείς,στα κατοπινά τα χρόνια, χρυσά όπλα εις την Κρήτην, τα λέγανε Λακκιώτικα. Τι απέμεινε σήμερα από το χρυσάφι αυτό στους Λάκκους δεν γνωρίζω. Εκείνο που γνωρίζω είναι ότι οι Λάκκοι σήμερα δεν έχουνε νερό και αδίκως αγωνίζεται ο μηχανικός της Μηχανικής των Δήμων και Κοινοτήτων υπηρεσίας κ. Βαρδάκης και το μεταφέρη. Οι ηρωικοί και πολεμικοί κάτοικοι του χωριού, αντί να μεταχειρισθούν τον θησαυρό για κοινωφελή έργα στο χωριό τους, προτίμησαν να τον κάνουν άρματα και να επιχρυσώσουν τις πιστόλες και τα γιαταγάνια των. Οι Λάκκοι έχουν άρματα π’ ατσράφτουνε και καίνε… λέγει και κάποια μαντινάδα τοπική. Τότε, όμως, χρειαζόντουσαν κι’ αυτά ή μάλλον χρειαζόντουσαν μόνον αυτά. Σήμερα όμως χρειάζεται και το νερό… Και το δένδρο τι απέγινε ; Για πολλά χρόνια, λένε, όποιος περνούσεν απ’κεί το Δωδεκαήμερο, άκουγε ένα θρήνο βαθύ και αδιάκοπο, που βάσταγε ως που λαλούσαν τα κοκκόρια. Ήταν η γή, ο Αράπης ή του δένδρου το στοιχειό που κλέγανε τον θησαυρό τους.. Σήμερα δεν υπάρχει τίποτε! 

Άγνωστος συλλογέας (1937)
Thumbnail

Το είδος αυτό των δαιμόνων-τα ξωτικά, όπως τα λένε γενικώτερον-παρουσιάζονται κάθε χρόνο, μόνον την παραμονήν των Χριστουγέννων μέχρι των Φώτων, οπότε και εξαφανίζονται. Επειδή οι χωρικοί γνωρίζουν εκ πείρας ότι τα σατανικά αυτά ερέσκονται να επισκέπτωνται τους μύλους, φροντίζουν εγκαίρως να έχουν επάρκειαν αλέσματος για το διάστημα των ημερών αυτών. Μια χωρική εκ της Ζηλίστης της Ναυπακτίας –η Μάρω-ευρεθείσα εις την ανάγκην να αλέση, εφόρτωσε το άλογό της και κατά τα μεσάνυχτα της παραμονής των Φώτων, μετέβη εις τον εις τας όχθας του ποταμού Φίδαρι κείμενον μύλον του χωρικού Αντώνη Τσάγκα, τον οποίον έθεσεν εις κίνησιν, αφού πρώτα έβαλε το νερό στο αυλάκι. Μέσα όμως στο μύλο, βρήκε και έναν καλικάντζαρον κουτσόν. Εν τω μεταξύ, έως ότου γίνει το άλεσμα, έκοψε μικρά τεμάχια από ψαχνό χοιρινό κρέας και αφού τα έκαμε σουβλάκια ή σουφλιμά, όπως το λένε οι χωρικοί των μερών εκείνων, τα έψηνε στη φωτιά που είχε ανάψει Ο κουτσός καλικάντζαρος τώρα παίρνει κι αυτός μερικά βατραχάκια ή βαθράκια-όπως τα λένε οι ορεινοί της Ρούμελης και αφού τα έκαμε σουβλάκια, άρχισε να τα στριφογυρίζη στην ίδια φωτιά. Όταν είδε πως τα βατραχάκια του έσταζαν το ξύγκι τους, παίρνει τη σούβλα του και με το λίπος που έσταζε, άρχισε να αλείφη τα σουβλάκια της χωρικής και της τα εμαγάρισε! Συγχρόνως δε για να της βγάλη μιλιά, είτε να γελάση, είτε να θυμώση, έλεγε : Τσίτσι συ και τσίτσι εγώ, καλύτερο το δικό μου το τσιτσί! Το δικό μ’ λιπώνει, το δικό σου δεν λιπώνει!η χωρική εθύμωσε υπερβολικά, γιατί ο σαιτάνης της αχρήστευε το μεζέ της που θάτρωγε και έπνεε μένεα εναντίον του και κυριολεκτικώς έβραζε μέσα της από αγανάκτησι, αλλά κρατήθηκε και δεν έβγαλε τσιμουδιά, γιατί κατά την πρόληψιν των χωρικών, ο δαίμονας θα της έπαιρνε τη φωνή της! Έτοιμο το άλεσμα. Το σακκιάζει αμέσως η Μάρω, το φορτώνει στ’άλογό της και αφήνει μια αδειανή θέσι για τον εαυτό της στον μέσον του σαμαριού. Αυτό είναι το λεγόμενο πανωγόμι. Χωρίς να χάση καιρό η Μάρω, γυρίζει πίσω, παίρνει τη σούβλα της και καθώς ήταν ζεστή-ζεστή την εκσφενδονίζει στα σκέλη του καλικάντζαρου!-όλοι τους, ως γνωστόν, είναι γυμνοί-πηδάει επάνω στο άλογό της και αφού σκεπάστηκε μ’ένα χειράμι, το χτυπάει δυνατά και φεύγει όσο μπορούσε γληγορώτερα. Ο κουτσός από τους φρικτούς πόνους, ρέκαζε ως τον ουρανό και καλούσε εις βοήθειαν τους συντρόφους του. Να κι έφθασαν τα πάγανα. Μόλις πληροφορ’ηθηκαν τα πάθημά του, παίρνουν τα αχνάρια του αλόγου και την στρώνουν στο κυνήγι τη χωρική. Σε λίγη ώρα την φτάνουν μπαίνουν μπροστά στο άλογο και τη σταματούν. Να η μία η μεριά, να και η άλλη, να και το πανωγόμι, πούντην η Μάρω; Δεν είν’εδώ. Πάμε πίσω στο ζοργιό (ζοργιό λένε συνήθως τον μύλον. Είναι η κάτωθεν του μύλου διέξοδος του νερού το οποίον εξέρχεται με βίαν, με ζόρι. Ο ζοριός στη Λακωνία λέγεται χούρχουλη). Γυρίζουν τότε στο μύλο. Ψάχνουν παντού και δεν την βρίσκουν. Τρέχουν πάλι και ξανασταματούν τα’άλογο. Να η μία η μεριά, να και η άλλη, να και το πανωγόμι πούναι αυτή; Δεν είν’εδώ πάλι η Μάρω στο ζοργιό!Ακούνε το λάλημα του κόκορα. Άσπρος κόκορας λαλεί-είπαν τα ξωτικά. Ξαναπάνε στο μύλο και γυρίζουν πάλι στ’άλογο. Για να ιδούμε, είπαν τώρα, τι να είναι αυτό το πανωγόμι; Εξημέρωνε των Φώτων και ο παπάς άρχισε να ψέλνη το τροπάριον. Εν Ιορδάνη βαπτιζομένου σου Κύριε.. Ακριβώς τη στιγμή εκείνη, λάλησε άλλος πετεινός. Μαύρος κόκοτας λαλεί!είπαν οι καλικάντζαροι-Φεύγεστε, να φεύγωμε, γιατ’ έρχετ’ο ζουρλόπαπας με τη ζουρλοπατηρίτσα!και εξηφανίσθησαν! 

Σταυρόπουλος, Κωνσταντίνος (1953)
Thumbnail

Ο Μανώλης ήταν ένας γεωργός απ’ τ’ Άγραφα. Μια νύχτα γλέπ’ στον ύπνι του ένα παράξενο όνειρο. Είδε πως του παρουσιάστηκε τάχα ένας άνθρωπος στ’ άσπρα ντυμένος, με άσπρα μαλλιά και γένεια, πολύ ψηλός και του λέει :Τι κάθεσαι Μανώλη ; -Τι θέλ’ς να κάμω ; -Να , τι να κάμης. Θα σφάξης το βόιδι σου, θα πάρης το τομάρι του και θα πάς στην Πόλη και θα γίνης πλούσιος! Την αυγή που ξύπνησε ο Μανώλης, θυμήθηκε το όνειρο και του φάνηκε πολύ περίεργο, αλλά δεν έδωκε και πολλή σημασία. Την άλλη βραδυά ξαναγλέπ’ το ίδιο όνειρο. Άρχισε να συλλογιέται του μπήκαν τώρα… οι ψύλλοι στ’ αυτιά! Πίσω μ ; διάολε! Είπε. Και την Τρίτη τη βραδυά, πάλι ο ίδιος άνθρωπος του λέει, σα να τον μάλωνε τώρα. Εδώ είσαι ακόμα Μανώλη ; Μη χασομεράς! Να κάμης ότι σου είπα και αμέσως χάθηκε ! Ο Μανώλης τώρα έβγαλε την απόφασι. Άς πάη στον κόρακα, είπε ότι θέλει άς γίνη. Έτσι κι’ έτσι φτωχός είμαι. Τόσφαξε λοιπόν το βόιδι του και έπειτα από λίγες μέρες,αφού έσαξε το τομάρι , όπως χρειάζεται, για να είναι κατάλληλο για πούλημα, ξεκίνησε πεζός. Μετά από δεκαπέντε μέρες έφτασε στην Πόλη. Άρχισε τώρα να ντιλαλάη το εμπόρεμά του.’’Εδώ ο τομαράς, εδώ ο τομαράς!’’ Του φώναξει ένας. Έ ,πατριώτη πόσο το τομάρι ; Αν είχε τότε το τομάρι μια λίρα, ο Μανώλης ζητούσε δύο χιλιάδες λίρες! Ο αγοραστής κούνησε το κεφάλι του και τράβηξε το δρόμο του.Ξαναφώναζε πάλι ο Μανώλης. Εδώ ο τομαράς κι’ άλλος το τομάρι1 Κάμποσοι αγοραστές παρουσιάστηκαν, αλλά μόλις άκουγαν αυτή την τιμή, γελούσαν είς βάρος του και δεν τούδιναν καμμιά απάντησι. Ο Μανώλης άρχισε ν’ απελπίζεται! Τέλος μια μέρα του φωνάζει ένας μπέης. Έ, τομαρά, πόσο πουλάς το βοιδοτόμαρο ; Δύο χιλιάδες λίρες, μπέη μου. Τον πλησιάζει ο μπέης δύο χιλιάδες λίρες ; Είσαι καλά από μυαλό ή μήπως σούστρεψε η βίδα ; Ούτε μια δεν έχει και συ ζητάς δύο χιλιάδες ; Όχι είμαι καλά μπέη μου, αλλά θα σου πώ την αλήθεια. Και του διηγήθηκε το όνειρο. Εγέλασε με την καρδιά του ο μπέης και τον ρωτάει. Πως σε λένε, πατριώτη και από πού είσαι ; - Μανώλη κι’ είμαι απ’τα’ Άγραφα. – Με τα όνειρα πάς, Μανώλη, να γίνης πλούσιος ; Μα αν είναι έτσι, τότε να σου διηγηθώ κι’ εγ’ω ένα τέτοιο όνειρο σαν το δικό σου. – Πότε το είδες μπέη μου ; - Την παραμονή του προφήτου Ηλία. – και εγώ την ίδια βραδυά το είδα. – Λοιπόν, εδώ και κάμποσα χρόνια, σαν φίλος του Αλή πασά, διωρίστηκα απ’αυτόν γενικός ντερβέναγας στ ‘ Άγραφα και ξέρω καλά όλα τα κατατόπια της πατρίδος σου. Γλέπω λοιπόν στον ύπνο μου, πως στάθηκε απάνω από το κεφάλι μου, ένα πλάσμα σαν φάντασμα και μου λέει : ’’Σήκω και πήγαινε στ’ Άγραφα στο μεγάλο δάσος- τον Ελατιά- και στη θέσι ‘’Λυκοχορός’’ θα ιδής τρία έλατα πολύ ψηλά που σχηματίζουν σαν τρίγωνο. Εκεί κοντά υπάρχει μια κοτρόνα πολύ μεγάλη, που δύσκολα πέντε άντρες θα μπορέσουν να την κυλίσουν. Κάτω από την κοτρόνα, είναι θησαυρός μέγας! Τι λες , Μανώλιη, με το όνειρο θα γίνω πλούσιος ; - Άστραψαν για μια στιγμή τα μάτια του Μανώλη από η χαρά του. Κατάλαβε τώρα καλά-καλά, ότι και τα δύο όνειρα, το ίδιο το νόημα έχουν. Προσποιήθηκε όμως το βλάκα! –Έχεις μεγάλο δίκηο, μπέη μου, είπε, τα όνειρα ξεγελάν τον άνθρωπο. Αργά το κατάλαβα. Την έπαθα ο έρ’μος! Πάει το βοιδάκι μου ! Πάρε το τομάρι και όσο θέλεις, δόσε μου και να φύγω για το σπιτάκι μου. Να, δυό λίρες-φτωχός είσαι, νηα ψωνίσης ότι χρειάζεσαι, γιατί σε περιμένει μεγάλη στράτα! Σε ευχαριστώ πολύ ,μπέη μου . Ο Μωχάμετ πάντα καλό να σου δίνη. Ο θεός σας αγαπάει σας τους Τούρκους, γιατί είστε μπερικετλήδες. Τσούξανε και από κάνα-δυο καραφάκια τσίπουρο και αποχαιρετιστήκανε. Έπειτα από αρκετές μέρες, έφτασε στ’ Άγραφα ο Μανώλης. Αφού ξεκουράστηκε καλά, μια θεοσκότεινη νύχτα, παίρνει ένα λοστό, ένα τσαπί και το ταγάρι του με το ψωμί και τραβάει για τον Ελατιά και το Λυκοχορό! Βρίσκει τα τρία έλατα και την τρανή κοτρόνα. Και κάνοντας αρχή, ξεχώνει με το τσαπί λίγο την κοτρόνα ολόγυρα. Παίρνει ύστερα το λοστό και πολεμάει να την κυλίση. Παιδεύτηκε σχεδόν μισή ώρα και ο ίδρωτας επήγαινε βρύση. Αρχίζει να κουνιέται τώρα η κοτρόνα και να τριζοβαλάη! Κουράγιο, Μανώλη! Λίγο ακόμα και την καταφέραμε! Για μια στιγμή, παίρνει μια ανάσα βαθειά, βάζει όλη τη δύναμί του και την πετάει από κει.Χωρίς να χάση ούτε στιγμή, σκάβει με το τσαπί του και βρίσκει ένα κιούπι (πιθάρι) πολύ μεγάλο, σαν κείνο που βάζουν το λάδι μέσα, όταν το φέρνουν από λητροβιό. Άμα το ξεκούπωσε, έμεινε με το στόμα ανοιχτό! Θάμπωσαν τα μάτια του! Το κιούπι ήταν γεμάτο όλο ντούπιες- χρυσά πεντόλιρα! Φαντάζεσθε τώρα τη χαρά του Μανώλη! Χαλάλι του, είπε, ο δρόμος πόκαμα στην Πόλη! Με κάμποσες στράτες που έκαμε και εγέμιζε το σακκούλι του με το χρυσάφι, το άδειασε το πιθάρι! Έχτισε δύο καινούργια σπίτια, αγόρασε χτήματα και πολλά πρόβατα και επλήρωσε ένα μηχανικό πολλά χρήματα και έφκιασε ένα ογιοφύρι στον Αγραφιώτη, που χύνεται στον Αχελώο. Περνούν και σήμερα οι διαβάτες από το ογιοφύρι αυτό και τον σχωράνε. Έμεινε το ‘ονομά του αθάνατο. Και σήμερα ακόμη εξακολουθούν να λένε : Πέρασα στου Μανώλη το διοφύρι! Ο Μανώλης σαν νέος που ήταν, έπρεπε να αποκατασταθή. Εδιάλεξε λοιπόν ένα από τα πιο νοικοκυρεμένα και όμορφα κορίτσια, που του έταζαν και στο γάμο του εκάλεσε δεκαπέντε χωριά και με την εντολή, ότι όλα τα έξοδα θα είναι δικά του. Παράγγειλε και ήρθαν όλα τα όργανα της περιφέρειας, νταούλια και ζουρνάδες. Οι νοικοκυράδες έφεραν μονάχα πίττες και γλυκίσματα, και οι τσελιγκάδες από τα δικά τους φρούτα- το περίφημο τυρί των Αγράφων, μυζήθρα χλωρή και θαυμάσιες γιαούρτες. Τα τραπέζια στρώθηκαν στα λιβάδια του βουνού και σε ύψος 2.000μ. Τα κλέφτικα τραγούδια και οι χοροί, πότε με το στόμα και πότε με τα λαλούμενα, δεν έπαψαν μέρα και νύχτα μέσα σε δεκαπέντε μέρες! Έγινε τέτοιο γλέντι, που βούιξε όλος ο τόπος και μαθεύτηκε ο γάμος αυτός όχι μόνον σ’ όλη τη Ρούμελη, αλλά σχεδόν σ’ όλη την Ελλάδα. Και ξέρεις, παιδί μου, τι λένε για τον γάμι αυτόν ; ότι ο Μανώλης έσφαξε τόσες γίδες, ώστε μόνον οι σιούτες (αι μη κερασφόροι) ήσαν χίλιες!! Η ιστορία του Μανώλη, μου είπαν όλοι οι εν χορώ-ήταν όχι μόνον έξοχη, αλλά φαίνεται και αληθινή, γαιτί υπάρχει και σήμερα του Μανώλη το δγιοφύρι στον ποταμό Αγραφίώτη. Σε ευχαριστούμε πάρα πολύ. Μας υποσχέθηκες όμως να μας διηγηθής και για τον καπετάν- Τσάμ- Καλόγερο! – Πολύ ευχαρίστως. Δε χαλάω χατήρια! 

Σταυρόπουλος, Κωνσταντίνος (1953)
Thumbnail

Εις ναόν αυτόν της Παναγίας εγενόμεθα μάρτυρες ενός τραγικού επεισοδίου. Ένας δυστυχής νέος ναύτης είχεν επιστρέψει ακριβώς την προηγούμενην ημέραν από ένα ταξείδι παράφρων. Οι σύντροφοι του διηγούνται την ακόλουθον ιστορίαν επί του περιστατικού. Ενώ παρέκαμπτον τον “Κάβο Μαλέα” συνήντησαν φοβεράν τρικυμίαν και ένα φως, το οποίον αποκαλούν “τελώνειᔨεφάνη εις το άκρον του ιστού του πλοίου. Ο δυστυχής αυτός νέος έιχε πέσει θύμα των δαιμονίων του αέρος! Οι Έλληνες ναύται καθώς και οι Ιταλοί, οι οποίοι τα ονομάζουν τελώνεια “η φωτιά του Αγ. Έλμο”. Έχουν μιαν σταθεράν πεποίθησιν επί των κακών οιωνών και των ατμοσφαιρικών τούτων φώτων. Και δοκιμάζουν να τα εξορκίζουν δια μαγικών λέξεων ή δια πυροβολισμών και κτύπων δια χαλύβδινων εργαλείων. Παρομοιάζουν αυτά ακόμη και ως πτηνά, τα οποία κάθηνται επί των ιστών, ακριβώς όπως ο Οδυσσεύς συνήντησε κατά τα ταξείδια του. Εις την ξηράν προσβλέπουν εις αυτά ως είς δαίμονας οι οποίοι κατοικούν εις τον αέρα και εμποδίζουν την αποδημίαν των ψυχών από της γής εις τον ουρανόν. Μόλις ο νεός έφθασεν εις το σπίτι του ωδηγήθη εις τον ναόν της Παναγίας της Οδηγήτριας, διότι ήτο φανερόν εις όλους οτι είχε χάσει το λογικόν του καθ' ήν στιγμήν τα φοβερά αυτά τελώνεια του επροξένησαν το κακόν. Όταν ένα πρόσωπον παραλογίζεται και παραμιλεί, ο ιατρός αποπέμπεται και ο ιερεύς καλείται. Εάν ο ασθενής ευρίσκεται εις καλλιτέραν θέσιν μεταφέρεται στην εκκλησίαν, εάν όχι ο ιερεύς τον επισκέπτεται εις το σπίτι του και ο κώδων της εκκλησίας κτυπά δια να εκδιώξη το δαιμόνιον. Εν περιπτώσει θανάτου του ασθενούς εν μέσω μαρτυρίων και φρικτών πόνων ο ιερεύς κηρύττει προς τους παρισταμένους λυπημένους περί της τρομεράς πάλης μεταξύ ζωής και θανάτου, παραδείσου και κολάσεως. Ήτο λυπηρόν το θέαμα να βλέπη κανείς ένα νέον με ωχρόν πρόσωπον και χαμένον βλέμα περικυκλούμενον από τους περιλύπους φίλους του. Όλοι εις την εκκλησίαν προσηύχοντο και έκαμον ολονυκτίαν ελπίζοντες από στιγμής εις στιγμήν την ςυσπλαχνίαν της Παρθένου επ' αυτόν. 

Bent, J. Th. (1933)
Thumbnail

Δύο ωραίους θρύλους μας αποστέλλει από την γραφική Καλοσκοπή ο αναγνώστης μας κ.Γ.Πριόβολος.Ο ένας αναφπέρεται εις το περίεργον νυκτοπούλι,τον μονότονο τραγουδιστή των ήσκιων,τον Γκιώνη.Ποιος δεν ξέρει το μονότονο,αλλα και τόσο συμπαθητικό λάλημα του μέσα στους πυκνούς κλάδους των δένδρων ; -Γκιώνη! Γκιών! Γκιώνης,λοιπόν, μας λέγει ο θρύλος,δεν είνε το όνομα του πουλιού. Είνε ο ήχος του λαλήματός του,που του δόθηκε για όνομα απ’τους ανθρώπους.Γκιώνης ήταν ο χαμένος αδελφός του και αυτού το όνομα φωνάζει νύχτες χειμωνιάτικες και νύχτες καλοκαιριών. –Γκιώνη! Γκιών!. Οι Θεσσαλοί υποστηρίζουν πως η τραγική ιστορία των δύο αδελφών έγινε επάνω στο γραφικό βουνό της Γκιώνας και πως αυτής το όνομα έφερε ο χαμένος αδελφός.Αλλά και οι κάτοικοι των άλλων επαρχιών της χώρας μας βεβαιώνουν ότι η τραγική ιστορία συνέβη στα κοντινά τους βουνά.Ότι και να συμβαίνη, η αλλόκοτη ιστορία των δύο αδελφών παρίσταται ως εξής : Ήσαν δυό αδέλφια τσοπανόπουλα,ξακουστά για την ωμορφιά τους,την τιμιότητα τους και την αγάπη που το ένα έτρεφε στο άλλο.Αμέτρητο ήταν το κοπάδι τους και τα άλογά τους δέκα τρια.Ο ένας αδελφός μυστικό δεν κρατούσε από τον άλλο.Μα συνεμπήκε κάποτε ο δαίμονας του έρωτα.Μια τσοπάνισσα,χήρα ώμορφη και αμαρτωλή,αγάπησε ο μεγαλύτερος.Την έκαμε δική του. Η χήρα όμως ωρέχθηκε και τον μικρόν αδελφό,τον ωμορφότερο,τον Γκιώνη. Μα εκείνος που ήξερε πόση ο μεγάλος του αδελφός έτρεφε λαχτάρα για την ωμορφιά της,απέκρουσε τις χάρες του κορμιού της.Τι δεν έκαμε η χήρα για να τον ξετρελάνη.Πόσες φορές δεν έπεσε τάχα από λάθος,από σκόνταμα στην αγκαλιά του.Πόσες φορές δεν γυμνώθηκε μπροστά του στο ποτάμι όταν πότιζε τα πρόβατά του ο Γκιώνης,κάνοντας τάχα ότι δεν τον είχε ιδή.Στο τέλος η κακή γυναίκα βλάθηκε να ρίξη σε διχόνοια τα δυο αγαπημένα αδέλφια.Μ’αυτήν την κακία ένα δείλι έφθασε στην στρούγκα τους.Πήρε δίχως να την ιδούν ένα από τα δέκα τρία άλογα,πήγε και το έκρυψε σε μια βαθειά ρεματιά και ξαναγύρισε κατά το βράδυ στην στρούγκαΒρήκε εκεί τον ερωτευμένο μαζί της αδελφό και του σφύριξε στ’αυτί τη συκοφαντία. –Σε κλέβει ο αδερφός σου.Σου πούλησε ένα άλογο.Μέτρησέ τα. Την πίστεψε μέσα στο μεθύσι της αγάπης του. Βγήκε και μέτρησε τα άλογα.Ήσαν δώδεκα και ασυλλόγιστα εκάλεσε τον καημένο τον Γκιώνη και τον σκυλόβρισε : -Τα’άλογο Γκιώνη, τα’άλογο!Τα σκυλιά δεν γαύγιζαν,κλέφτης δεν ήρθε.Εσύ θα ξέρης τι έγινε το τσίλικο το άλογο! Πειράχτηκε ο φιλότιμος ο Γκιώνης. Πρώτη φορά άκουσε τέτοια προσβλητικά λόγια από τον αδελφό του. Τον έλεγε πως ήταν κλέφτης. –Θα το βρώ,του φώναξε,αλλά το κρίμα νάνε στο λαιμό σου ότι και να μου συμβή. Καβαλλίκεψε ένα από τα καλύτερα του και ρίχτηκε στα ρουμάνια και στα φαράγγια για να βρή το χαμένο άλογο.Βαθειά ήταν τα σκοτάδια της νύχτας κατά τα μέρη που περνούσε και όταν πια ξημέρωσε αντί να γυρίση ο Γκιώνης γύρισε μόνο το άλογο του,χτυπημένο,καταματωμένο. Σ’ένα κρημνό είχε πέσει από τα σκοτάδια της νύχτας και είχε σκοτωθή ο Γκιώνης. Κομμάτια τον έφεραν στην στρούγκα κάποιοι στρατοκόποι και ένας χωρικός έφερε και το χαμένο άλογο.Είπε ακόμη στον αδελφό του Γκιώνη τι είχε ιδή.Την χήρα δηλαδή,το περασμένο σούρουπο,να κρύβη εκεί στη ρεματιά το χαμένο άλογο.Αλλοφρόνησε τότε ο αδελφός του σκοτωμένου Γκιώνη,για το κακό που είχε κάμει στον αγαπημένο του αδελφό εξ αιτίας της αμαρτωλής. Κατάλαβε πως τον είχε προσβάλει,πως προκάλεσε το θάνατό του. Βαρύ ένοιωθε να τον πιάζη το κρίμα και πήρε τα όρη σκούζοντας : -Γκιώνη! Γκιώνη! Και ο δίκαιος θεός για να μην έχη ποτέ ανάπαυσι τον μεταμόρφωσε σ’ένα παράδοξο πουλί,που κάθε νύχτα φωνάζει τον αδικοσκοτωμένο και συκοφαντημένο αδελφό του : -Γκιώνη! Γκιών! 

Άγνωστος συλλογέας (1937)
Thumbnail

Ο Τάδε είναι και πήττα και σπανόπηττα 

Πουλάκης, Δημ. (1924)
Είναι και μέ τές δυό γνώμες...
  • «
  • 1
  • 2
  • 3
  • 4
  • . . .
  • 17
  • »

Πλοήγηση

Όλο το ΑποθετήριοΑρχείο & ΣυλλογέςΤόπος καταγραφήςΧρόνος καταγραφήςΣυλλογείςΛήμμαΚατάταξη παράδοσης (κατά Πολίτη)Ευρετήριο πηγώνΚείμεναΑυτό το ΑρχείοΤόπος καταγραφήςΧρόνος καταγραφήςΣυλλογείςΛήμμαΚατάταξη παράδοσης (κατά Πολίτη)Ευρετήριο πηγώνΚείμενα

Ο λογαριασμός μου

Σύνδεση

Περιήγηση ανά

ΤύποςΠαροιμίες (148)Παραδόσεις (22)ΣυλλογέαςΝεστορίδης, Κ. (102)Άγνωστος συλλογέας (24)Bent, J. Th. (4)Σταυρόπουλος, Κωνσταντίνος (4)Ταρσούλη, Γεωργία (4)Δουκάκης, Δημήτριος Χρ. (3)Ιωαννίδου, Μαρία (3)Κουκουλές, Φαίδων (3)Βλάχος, Χ. (2)Κριάρης, Αριστείδης Ι. (2)... Προβολή ΠερισσότερωνΤόπος καταγραφής
Αθήνα (170)
Σάμος (1)Χρόνος καταγραφής1950 - 1959 (12)1940 - 1949 (2)1930 - 1939 (16)1920 - 1929 (9)1910 - 1919 (1)1900 - 1909 (2)1880 - 1889 (20)
Επικοινωνήστε μαζί μας | Αποστολή σχολίων
Κέντρον Λαογραφίας E-Mail: keel@academyofathens.gr
Δημιουργία/Σχεδιασμός ELiDOC
Λογισμικό DSpace Copyright © 2015  Duraspace


Το Έργο «Εθνικό δίκτυο ψηφιακής τεκμηρίωσης της άυλης και υλικής πολιτιστικής κληρονομιάς» στο πλαίσιο του Επιχειρησιακού Προγράμματος «Ψηφιακή Σύγκλιση» του ΕΣΠΑ 2007-2013, συγχρηματοδοτήθηκε από την Ευρωπαϊκή Ένωση και από εθνικούς πόρους.