• Ελληνικά
    • English
  • Ελληνικά 
    • Ελληνικά
    • English
  • Σύνδεση
Αναζήτηση 
  •   Αρχική σελίδα
  • Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας
  • Αναζήτηση
  •   Αρχική σελίδα
  • Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας
  • Αναζήτηση
JavaScript is disabled for your browser. Some features of this site may not work without it.

Αναζήτηση

Προβολή προηγμένων φίλτρωνΑπόκρυψη προηγμένων φίλτρων

Φίλτρα

Χρησιμοποιείστε φίλτρα για να περιορίσετε τα αποτελέσματα αναζήτησης.

Αποτελέσματα 1-5 από 5

  • Επιλογές Ταξινόμησης:
  • Συνάφεια
  • Τίτλος Αυξ.
  • Τίτλος Φθιν.
  • Ημερ. Υποβολής Αυξ.
  • Ημερ. Υποβολής Φθιν.
  • Αποτελέσματα ανά σελίδα:
  • 5
  • 10
  • 20
  • 40
  • 60
  • 80
  • 100
Thumbnail

Άγιος Σώστης, εξωκκλήσι, στη θέσι Προβατάς, το νότιο μέρος της Μήλου. Ήταν βουλιαγμένη δηλ. Γκρεμισμένη από παλαιά η εκκλησία. Είναι τώρα 40 χρόνια που την ξαναχτίσαμε. Ένα παιδί που τον λένε Γιάννη, της Δεσποινιώς Μακρινού αυτό επήγαινε στον ύπνο και το εύρισκε ο Άγιος Σώστης για να πή του παππού dου, του Νικόλαου Νίνου, ή Περκάρη οτι : να πάμε να σάξωμε την εκκλησία, παππού γιατί μου το λέει ο Άγιος Σώστης. Ο παππούς του το θεωρούσε αστείο. - Ά! Παιδί μου, δεν μπορούμε εμείς να φτειάξωμε τέτοια εκκλησία. Το άλλο βράδυ λοιπόν, ο Άγιος επήγε στον παππού κατ' ευθεία και του λέει : Γιατί δεν ακούς αυτά που σου λέει ο εγγονάς σου; Βάλε ομπρός να χτίσης την εκκλησία κ' εγώ θα βοηθήσω. Ακόμα όμως ο παππούς δεν έκανε την απόφασι. Του λέει λοιπόν το παιδί του παππού : - Ελά παππού να πάμε να βγάλωμε τα κόκκαλα του Αγίου; Έλα παππού και θα σου πώ. Πήγανε εκεί σε μιάν άκρα. - Του λέει : - Εδώ 'ναι. Αφού εσκάψανε τα βρήκανε και τότες ο παππούς επίστεψε. Τότες έβαλε ομπρός κ' έφτειαξε την εκκλησία και είναι σήμερα ωραίο μοναστήρι. 

Σπυριδάκης, Γεώργιος Κ. (1959)
Thumbnail

Άγιος Ιωάννης, εξωκκλήσι, στη θέσι Μύτακας κοντά στη θάλασσα σε απόστασι 200 μ. Αυτού, στο Μύτακα, μέσα στο δρόμο είναι μια σπηλιά που είναι τώρα η εκκλησία του Αγίου Ιωάννου, εορτάζει στις 26 Σεπτεμβρίου. Αυτού η σπηλιά έχει βάθος 15 μέτρα. Εκεί ο Γιάννης Μάλης ή Ντραμπάλης (έχει αποθάνει προ 20 – 30 χρόνια) είχε πάνω από 100 πρόβατα. Ήτονε μεγάλος βοσκός κ' έβοσκε τα πρόβατα η κόρη του. Μια βραδυά η κόρη του του είπε σαν εγύρισε στο σπίτι κ' επήε τα πράματα (= τα πρόβατα). Πατέρα, εκειά που 'κοιμούμουνα ήρθε και μου 'πε ο Άη Γιάννης να βγάλωμε τα πρόβατα μέσα από τη σπηλιά μας και να τήνε σκιάξωμε (= να την διορθώσωμε), να βάλωμε την εικόνα τ' Άϊ Γιαννιού, διότι με πατούνε τα πρόβατα. Ο Πατέρας της δεν το πίστεψε και της είπε: Παιδί μου έτσι θα το 'νειρεύτηκες. Η κόρη εξακολουθούσε να το νειρεύεται αυτό και κάθε φορά τό 'λεγε του πατέρα της. Όπου ο πατέρας της δεν ηθέλησε, διότι δεν μπορούσε να πιστέψη να κάμη εκκλησία την σπηλιά. Μιαν ημέρα όμως του Γεννάρη που 'κάνε βροντές, αστραπές ήτον 'χαλασμός Κυρίου, είχανε τα πράματα (τα πρόβατα) μέσα στη σπηλιά, όπου το πρωί που ξημέρωσε επήγανε κ' ευρήκανε γεμάτη νερό τη σπηλιά και πνιγμένα όλα τα πρόβατα. Ετότες ετραβούσε ο πατέρας τα μαλλιά του κ' έλεγε της κόρης του: Παιδί μου, αν σ' άκουγα δε θα 'ναναμε τα πραματά μας. Εβγήκε αυτός κ' έψαξε στην σπηλιά να ιδούνε αν είναι εκειά η εικόνα που 'νειρευότανε η κορή ντου και βρίσκουνε τον Άγιο Ιωάννη και σκιάζουν (- κτίζουν) την εκκλησία και ΄βαλαν την εικόνα αυτή που ακόμη βρίσκεται και δίπλα εκτίσανε ένα καλό εκκλησιδάκι και το θυμιάζουν. 

Σπυριδάκης, Γεώργιος Κ. (1959)
Thumbnail

Ερχούντανε τακτικά εκειά στον Κήπο(1), στο Χάλακα τα Κλέφτικα καράβια. Ήσανε τρεις βοσκοί, ο ένας ο μεγάλος ήτανε στο τυροκομείο, οι δε τσι άλλους και τσ’ έστελνε για το κοπάδι. Ο ένας επήγε ψηλά στη ράχη, ο δε άλλος τον έστειλε ψηλά στο προβάρμα (κορυφή βουνού) να μπροβάλη (=να αντικρύση το απέναντι μέρος). Όπως επρόβαλε εκειά, είδε εκειά στ’ Αυλάκι (=τοποθεσία με μικρόν κολπίσκον) ένα καΐκι κ’ είχανε το κοπάδι μαζεμένο να το bαρκάρουνε. Αυτός εγύρισε ντελόγου (αμέσως) πίσω κ’ εφώναξε του μπάρμπα (=θείου) dου που ήτανε στο τυροκομείο πώς ήρθε ένα κλέφτικο καράβι και μας παίρνει το κοπάδι. Τότες ο μπάρμπας του του φωνάζει αγριεμένος: - Φώναξε του Γιάννη! Του φωνάζει αλλά δεν άκουε. Ο μπάρμπας του ήρχισε να φωνάζη – Βρέ Κερατογιάννη πού είσαι; Φωνάζει του άλλου βοσκού: Φώναξε, βρε παλιόκορμο από αυτού! Τότε λοιπό ο μπάρμπας μέσ’ στη στενοχώρια του, βρε τους κατεργαρέους μας επήρανε το κοπάδι. Αυτός από την στεναχώρια του τότε, που ετάραζς τ’ αλεύρι να κάμη αραdουδάκι (αλεύρι που το βράζουν στο νερό και το τρώνε ως φαγητό) έπιασε τα γένεια dου και έτσι τ’ αλεύρωσε κ’ έμεινε η τοποθεσία ως σήμερα Τ’ αλευρογένη. Καθώς εκεί που ‘τανε ο Γιάννης έμεινε τ’ όνομα: Στου ΚερατοΓιάννη τη ράχη. Κ εκεί που ήτανε ο άλλος βοσκός που τον εφώναξε Παλιόκορμο έμεινε το όνομα Στους Κορμούς. Και το Αυλάκι επειδής εφώναξε «Αΐ τους κατεργαρέους μας πήραν το κοπάδι» έμεινε το όνομα στο λιμανάκι και το λέμε Κάτεργο.» [Κήπος= τοποθεσία εις την Νοτίαν ακτήν της Μήλου] 

Σπυριδάκης, Γεώργιος Κ. (1959)
Thumbnail

Ο διάβολος (ο σατανάς, ο όξω αποδώ, ο ξορκισμένος). Πολλές φορές παρουσιάζεται το περισσότερο στα τρίστρατα (= σταυροδρόμια) λέμε πολλές φορές την ευχή: «φυλάξου από το τρίστρατο». Εκεί πάντοτες μπορούνε και κάνουνε οι σατανάδες το κακό στον άνθρωπο. Λένε ότι είναι κακή ώρα αλλά, δεν είναι η ώρα η κακή παρά όdα ο άθρωπος φύγη από το σπίτι dου και δε φύγη αγαπημένα, παρά φεύγει θυμωμένος με το σύντροφό dου τότες βρίσκει καιρό ο σατανάς και τον πειράζει. Λέγανε οι παλαιοί: όπου αγάπη κι ο Θεός κι’ όπου αμάχη ο σατανάς. Ελέγανε οι παλαιοί τότες: Η μάχη κ η κακιά αθρώπους καταστρέφει η αγάπη κ η χαρά ωσά δροσιά τους θρέφει. Ο σατανάς παρουσιάζεται πολλώ ειδώ και δε μπορείς να τόνε καταλάβης. 

Σπυριδάκης, Γεώργιος Κ. (1959)
Thumbnail

Τα παλαιά χρόνια υπήρχανε Νεράϊδες τη νύχτα όπου επηγαίνανε στ’ αλώνια άμα θε να πάρη η νύχτα κ’ εχορεύγανε. Όπου ο νοικοκύρης επήγαινε το πρωΐ στ’ αλώνι και το ‘βρησκε ανεκατεμένο. Λέει του γυιού dου. – Παιδί μου, τη νύχτα πάνε και μας παίρνουνε το σιτάρι. – Τι λές, αφέdη, μέσ’ από τ’ άχερο μας παίρνου το σιτάρι; - Παιδί μου, το σιτάρι πάει αποκάτω ‘πό τ’ άχερο και σηκώνουνε τ’ άχερο και παίρνουνε το σιτάρι. Άdε μωρέ Δημοσθένη, πάρε κι άμε να μπης στη μέση στη θεμωνιά να μη φαίνεσαι ως ότου να δης τι γίνεται. Κι όdα ‘δης και παίρνουνε το σιτάρι παίξε μία σφυριά να φτάξω κ’ εγώ. Επήε ο Δημοσθένης από βράδυ κ’ εχώστηκε (=εκρύφθηκε στη μέση τση θεμωνιάς. Σαν επήρε η νύχτα, θωρεί και κατεβαίνανε γυναίκες με άσπρα ρούχα. Μια μία που επήγαινε κοdά, έβγανε το τσιμπέρι από τηγ – κεφαλή dης, το πετούσε πάνω στη θεμωνιά κ’ έμπαινε στ’ αλώνι κ’ άρχισε το χορό. Ένα μαντήλι από όλα εκρεμάστηκε η άκρια dου εκεί κοdά στο Δημοσθένη. Σιγά σιγά ο Δημοσθένης το τράβηξε, το κουβάριασε και το ‘θεσε μέσ’ στον κόρφο dου. Ο Δημοσθένης δεν εθώρειε να κλέβουνε σιτάρι για να σφυρίξη, παρά εθώρειε που εχορεύγανε. Τότες αυτός έκατσε εκεί. Του αρέσανε να τις βλέπη χωρίς να φανερωθή. Πρι να ξημερώση που εφωνάζανε οι πετεινοί, τότες αρχίσανε μία – μία κ’ έπαιρνε το μαντήλι dης το βαζε στο κεφάλι κ’ έβγαινε από τ’ αλώνι. Μια που δεν εύρισκε το μαντήλι, εγύριζε ένα γύρο στη θεμωνιά και το γύρευγε. Χωρίς το μαντήλι δεν εμπορούσε να φύγη και να κρυφτή. Αφού εξημέρωσε, ο Δημοσθένης τι να δή! Μία κωπέλλα να λάμπη. Έβγήκε από τη θεμωνιά και τση λέει: Πάμε στο σπίτι. – Τι να κάμη η Νεράϊδα, τον ακλούθηξε. – Την πάει στο σπίτι. Να, αφέντη, η τύχη μου. Αυτή είναι η γυναίκα μου. Ο αφέdης του του λέει: Ναι, παιδί μου, τυχερό σου ήτονε. Εκάμανε το γάμο. Την πήρε, εζούσανε καλά ήτανε πολύ ωραία κωπέλλα. Σε λίγο εκάμανε και παιδί. Καμμιά φορά εγινούντονε ένας γάμος συγγενικός, τση λέει ο Δημοσθένης. – Γυναίκα, ντύσου να πάμε στο γάμο. Δημοσθένη, του λέει, δώσε μου το μαντήλι να πάμε στο γάμο. Του Δημοσθένη του ‘χε πη ο πατέρας του να μη της δώση το μαντήλι γιατί θα τη χάσης. Αυτή τον ‘ποχρέωσε πολύ το Δημοσθένη κι αυτός χωρίς να θυμηθή του πατέρα του την οδηγία, έπιασε κι έδωσε το μαντήλι. Μόλις η γυναίκα του έβαλε το μαντήλι την έχασε από μπρος του. Κλαίγοντας ο Δημοσθένης έτρεξε στον πατέρα dου. – Έχασα, αφέdη, τη γυναίκα μου. – Τι λές παιδί μου; μήπως της έδωσες το μαντήλι; - Ναι εξέχασα την οδηγία σου και το ‘δωσα. – Τι να σου κάμω; Όπως την ευρήκες, την έχασες. Ο Δημοσθένης τότες εζούσε μόνος του με το παιδί. Η δουλειά του σπιτιού και του παιδιού εγενότανε. Ο Δημοσθένης τα ‘βρισκε όλα έτοιμα, το φαεί, το παιδί, έτοιμο, αλλά γυναίκα δεν εθώρειε. Έτσι του Δημοσθένη επήε η ζωή ντου. 

Σπυριδάκης, Γεώργιος Κ. (1959)

Πλοήγηση

Όλο το ΑποθετήριοΑρχείο & ΣυλλογέςΤόπος καταγραφήςΧρόνος καταγραφήςΣυλλογείςΛήμμαΚατάταξη παράδοσης (κατά Πολίτη)Ευρετήριο πηγώνΚείμεναΑυτό το ΑρχείοΤόπος καταγραφήςΧρόνος καταγραφήςΣυλλογείςΛήμμαΚατάταξη παράδοσης (κατά Πολίτη)Ευρετήριο πηγώνΚείμενα

Ο λογαριασμός μου

Σύνδεση

Περιήγηση ανά

Τύπος
Παραδόσεις (5)
Συλλογέας
Σπυριδάκης, Γεώργιος Κ. (5)
Τόπος καταγραφής
Μήλος, Πέρα Τριοβάσαλος (5)
Χρόνος καταγραφής1959 (5)
Επικοινωνήστε μαζί μας | Αποστολή σχολίων
Κέντρον Λαογραφίας E-Mail: keel@academyofathens.gr
Δημιουργία/Σχεδιασμός ELiDOC
Λογισμικό DSpace Copyright © 2015  Duraspace


Το Έργο «Εθνικό δίκτυο ψηφιακής τεκμηρίωσης της άυλης και υλικής πολιτιστικής κληρονομιάς» στο πλαίσιο του Επιχειρησιακού Προγράμματος «Ψηφιακή Σύγκλιση» του ΕΣΠΑ 2007-2013, συγχρηματοδοτήθηκε από την Ευρωπαϊκή Ένωση και από εθνικούς πόρους.