• Ελληνικά
    • English
  • Ελληνικά 
    • Ελληνικά
    • English
  • Σύνδεση
Αναζήτηση 
  •   Αρχική σελίδα
  • Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας
  • Αναζήτηση
  •   Αρχική σελίδα
  • Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας
  • Αναζήτηση
JavaScript is disabled for your browser. Some features of this site may not work without it.

Αναζήτηση

Προβολή προηγμένων φίλτρωνΑπόκρυψη προηγμένων φίλτρων

Φίλτρα

Χρησιμοποιείστε φίλτρα για να περιορίσετε τα αποτελέσματα αναζήτησης.

Αποτελέσματα 1-4 από 4

  • Επιλογές Ταξινόμησης:
  • Συνάφεια
  • Τίτλος Αυξ.
  • Τίτλος Φθιν.
  • Ημερ. Υποβολής Αυξ.
  • Ημερ. Υποβολής Φθιν.
  • Αποτελέσματα ανά σελίδα:
  • 5
  • 10
  • 20
  • 40
  • 60
  • 80
  • 100
Thumbnail

Εν Μεγάροις θέλοντες να παραστήσωσιν, ότι το επάγγελμα του αιπόλου είναι άχαρι, εις πολλούς κόπους υποβάλλον το ποιμένα, λέγουσι την φράσιν: <τα γίδια είναι του όρνιου η κοτσιλία.>. Γραία δε τις μοί εξήγησε τι εννοεί η φράσις αύτη δια της εξής διηγήσεως. <Ο Χρίστος μία βολά εγκεζάραε στη γή τα’αι πήγαινε ένα δρόμο. Κατάστρατα απάντητσ’ε ένα στρατουλάτη τα’αι κοντά ‘ς αυτόνε ένα νάλλονε. <Να ρθώ τα’εγώ κοντά; -Έλα, >λέει τους ο Χριστός. Ήτουνε φτωχοί αθρώποι τα’αι οι δύο τα’αι πηγαίνανε ζητώντας λιγάζα ψωμάκι, λιγάζα τυράκι, πόντες δώ πόντες τα’ει. Έ! Καθήκανε σε μια άκρη να ξαποστάσουνε. Ντός βλέπουνε ένα κοπάδι κουρούνες που καθώτουσαν στα βράχια. <Ά!λέει του του Χριστού ο ένας, να είχαμε τούτες τοις κουρούνες, πρόβατα, γίδια, να ντ’αρμέγαμε, να δύναμαι όλου του κόσμου. –Έ! Δεν το καμες έτσι, λέει του ο Χριστός.-Εγώ!άμα το είχα γίδια, θα διδα σε μικρούς και μεγάλους. ‘Ε!Καλά!λέει του ο Χριστός, να γίδια και πάρ’τα.>Τα’αι ταμάμ εγινήκανε γίδια. Αυτός από τη χαρά του ούτε φκαριστώ δεν είπενε αλλά έτρεξε ‘ς ετσ’είναι. Μα έλα που δε μπόραγε να τα πιάση και να ντ’αρμέξη. <Χριστέ μου, λέει, έκαμες ένα θάμα, μα δε στέκονται να ντ’αρμέξω. Κάν’τα να σταθούν.> Τα’αι ο Χριστός τα καψε τα γόνατα, τα’αι λέπεις που είναι καιμένα;ποστότες είναι καιμένα!Τσ’αι ύστερα γονατήκανε τα’αι τα’άρμεγε. Φεύγει τα’είθε ο Χριστός τα’αι πάει το δρόμο του. Πο κοντά ο άλλος στατουλάτης. Πάει περα πέρα τα’απαντήκανε μια βρύση, που έτρεχε πόταμος το νερό και σαν κρούσταλλο. Έ!τσ’αι να τρεχε τούτ’ η βρύση κρασί να δίδαμε σε όλους τους στρατουλάτες. –Ναι άς λέεις, λέει ο Χριστός, δε θα ντο δινες.-Πώς! Άς την είχα γώ τα’αι θα των έδιδα> Τα’αι ώ του θάμα σου!Αμέσως αρχίνητσ’ε ο κάλανος να τρέχη κρασί. Άς είναι, χερέτητσε τονε τα’αι σηκώνεται τα’αι φεύγει. Παίρνει μια στράτι, παίρνει άλλη, πάει πόθε, πάει τα’είθε. Πέρατσ’ε τα’αιρός. Περνάει από τα’είνονε που του χε δομένα τα γίδια. Αυτός είχε κάμει τα’αι στάνη τα’αι ολημερίς με τα γίδια παιδευότανε. <Δώσε μου τα’αι μένα λιγάζα γαλάτσι, λιγάζα τυράτσι. –Δε δίνουμε δωπέρα γαλάτσι τα’αι τυράτσι. Άε φύγε,>λέει του Χριστού. Κάμει τα’είνος πέρα τα’αι πάει. Κρά! Κρά! Κρά!Τα γίδια γινήκανε πάλι κουρούνες πάνω στα βράχια τα’αι αμέσως πετάξανε τα’αι πάν και αφήκανε μόνο τοις κοτσιλιές του στον τσοπάνη. Πήρε τα’είνος χαμπάρι πως ήτανε τα’είνος ο στρατουλάτης ο Χριστός τα’αι τρέχει να τον προφτάκη, μα πού!Τσ’έτσι για όφελος του τσοπάνη τα’αφήκανε τοις κοτσιλίες του τα’αι την αγκλίτσα και το παθε σαν τα’ετσ’είνο που λέει κουμπάρα κουμπάρα, πάψε ντρουβάλα, μήτε τυρί, μήτε γάλα. Άς αφήσωμε τα’είνονε τον αχάριστο, που δεν έδωτσ’ε στο Χριστό,προσκυνούμε τόνε, γαλάτσι, να δούμε ντα παθε τα’είνος με τη βρύση. Ο Χριστός, παιδάτσ’ι μου, δε γκάθεται, περνάει, περνάει στον ένα, πάει στον άλλο, λέπει, κάνει το θέλημά του, τα’αλί οπού θυμώσει. Πάει που λέεις τα’αι βρίσκει τα’είνον με το κρασί. <Δε μου δίδεις λίγο κρασάκι, που μια αποσταμένος; -Έχεις παράδες; -όχι κάψο, δώσ’μου λιγάζα, που μ’αποσταμένος, διψομένος, πεθύμηκά το. –Άει κείθε που ρθες>Σηκώνεται ο Χριστός φεύγει. Πάει παρακάτω. Βρρρρ!!!η βρύση νεράκι. Τρέχει ο δόλιος να τονε προφτάκη. Πού!!! Να χε τα’άλλα η κατσία μας να τρωγε. 

Αθανασόπουλος, Θ. Ι. (1916)
Thumbnail

Πίστις βαθύτατα ερριζωμένη παρά τω λαώ είναι, ότι το νερό κοιμάται επί τινα χρόνον κατά το ημερονύκτιον. Τούτο μαρτυρεί και η παροιμία «το νερό κοιμάται, αλλά ο κακός άνθρωπος δεν κοιμάται». Κατά διηγήσεις ας όμμασιν είδε το πράγμα, κοιμώνται τα ύδατα των διαφόρων ποταμίων, ρυάκων και κρηνών. Παρετηρήθη δήλα δη, ότι το ύδωρ είτε ποταμών είτε κρηνών κατά διαφόρους περιόδους εν μεσονυκτίοις ώραις έμενε στάσιμον και τελείως ακίνητον. Όταν ευρέθη τις προ του κοιμωμένου νερού, οφείλει να μη εκβάλη φωνήν, αν θέλη να μη πάθη μέγα τι κακόν, ούτε να διαβή άνωθεν αυτού, ουδέ να πιή εκ τοιούτου ύδατος, διότι τον αναμένει βέβαιος θάνατος. Αν μεταξύ πολλών παρευρεθέντων ίδη εις το κοιμώμενον ύδωρ, ποιεί τούτο γνωστόν και τοις άλλοις δια νευμάτων, ίνα μη, πριν ίδωσιν αυτό, ομιλήσωσιν ή πίωσιν. Παρά τινων μάλιστα πιστεύεται, ότι και το εν τοις δοχείοις ύδωρ κοιμάται τούτου ένεκα, οσάκις παραστή ανάγκη εν ώρα νυκτός να πίωσιν αυταί, ή να δώσωσιν εις τα τέκνα των ύδωρ, κινούσιν αυτό, ίνα, αν κατά τύχην κοιμάται, εξυπνήση και ούτω καταστή αβλαβές. Εις τ’ ανωτέρω δεν κρίνω άσκοπον να προσθέσω διήγησιν γραίας περί τινος κρήνης της πατρίδος μου, ης το ύδωρ ενίοτε κατά το μεσονύκτιον έπαυε να ρέη, τότε δ’ εξήρχετο εκ της κρήνης μεγαλοπρεπής Λάμια, ήτις, αφ’ ου έκαμνε τον νυκτερινόν περίπατόν της εις τα περί την κρήνην μέρη, εκάθητο ολίγον άνωθεν της κρήνης, είτα δ’ εισήρχετο εντός και ήρχιζε να ρέη εκ νέου το ύδωρ. Άλλοτε κατά διήγησιν της ιδίας αντί της Λάμιας επρόβαλλεν εκ της οπής της κρήνης εξαισία κεφαλή ταύρου. [Της μνημονευομένης ανωτέρω παροιμίας φέρονται αι εξής παραλλαγαί, εν Ηπείρω μεν «τα νερά κοιμούνται, οι εχθροί δεν κοιμούνται» εν Γορτυνία δε «το ποτάμι κοιμάται, ο οχτρός δεν κοιμάται» Απαράλλακτον έχουσι την παροιμίαν και οι Αλβανοί και οι Τούρκοι, ενώ άλλοι ευρωπαϊκοί λαοί εκφράζουσι την αυτήν έννοιαν περί του εχθρού, άνευ της αντιθέσεως προς το νερόν, ίσως διότι και αν ειχόν ποτέ την δοξασίαν περί του ύπνου του νερού την ελησμόνησαν εντελώς. Εν Κρήτη, όπου επικρατεί επίσης αυτή η δοξασία, πιστεύουν ότι το νερόν κοιμάται μίαν ώραν την νύκτα ο δ’ επιθυμών να πίη πρέπει να το εξυπνήση ταράσσων αυτό δια της χειρός απαλώς, άλλως το νερόν αγανακτεί και του παίρνει το νού του. Συναφής είναι η ηπειρωτική, ότι δεν πρέπει να διασκελίζη κανείς νερόν την νύκτα. Ως αντίδρασις δε της χριστιανικής ευσεβείας κατά τους μέσους χρόνους πρέπει ίσως να εξηγηθή το παράγγελμα όπως επικαλώνται το όνομα του αγγέλου των ποταμών και των υδάτων οι την νύκτα διαβαίνοντες ποταμόν ή πίνοντες ύδωρ. Παρ’ άλλοις λαοίς δεν υπάρχει, καθ’ όσον εγώ τουλάχιστον γινώσκω, τοιαύτη δοξασία, ειμή παρά τοις Αλβανοίς και τοις Τούρκοις, αν δεχθώμεν ότι την περί του κοιμωμένου νερού παροιμίαν, την προϋποθέτουσαν την περί τούτου πίστιν, δεν παρέλαβον ούτοι εκ των Ελλήνων. Μόνον δ’ η σουηδική δεισιδαιμονία, ότι ο διερχόμενος την νύκτα από νερόν πρέπει να πτύση τρις προς αποτροπήν παντός ενδεχομένου κακού, δύναται να θεωρηθή ως υπαγορευθείσα υπό παραπλησίας τινός δοξασίας περί ενοικήσεως πονηρών πνευμάτων εις τα ύδατα κατά την νύκτα. Συγγενείς δε πως είναι και αι γερμανικαί, ότι το αντλούμενον ύδωρ προ της ανατολής του ηλίου την μεγάλην Παρασκευήν και την Κυριακήν του Πάσχα χάνει τας θαυμασίας ιδιότητας αυτού, αν τυχόν ομιλήση ο αντλών – Ουδόλως δ’ απίθανον να μη είναι άσχετα προς την δοξασίαν ταύτην και τα παρά τοις αρχαίοις φερόμενα περί της πηγής του Διός εν Δωδώνη, της οποίας το ύδωρ απεκαλείτο αναπαυόμενον και περί της οποίας έλεγον ότι εστείρευε κατά την μεσημβρίαν, και είτα ότι το ύδωρ αυτής κατά μικρόν αυξάνον επληθύνετο το μεσονύκτιον, και ύστερον πάλιν βαθμηδόν ηλατ τούτο. Η περί του ύπνου του νερού δοξασία και περί τιμωρίας των ταραττόντων την ανάπαυσιν αυτού φαίνεται ενέχουσα τον χαρακτήρα παλαιοτάτης πρωτογενούς θρησκευτικής παραστάσεως. Διότι παρουσιάζεται πάσχον και ενεργούν αυτό το στοιχείο της φύσεως και όχι κεχωρισμένη αυτού ανθρωπόμορφος ή θηριόμορφος προσωποποιία. Φέρεται δ’ όμως παρά τω ημετέρω λαώ η αυτή δοξασία και ύπο τύπους χωρισμού της μορφοειδούς ψυχής του στοιχείου από της ύλης αυτού. Ούτως εν Μυκόνω, κατά την μαρτυρίαν του Villoison, προ της αντλήσεως του ύδατος εχαιρέτιζον τρις το τελώνι. Εν Αστυπαλαία δεν πίνει κανείς από το νερό του πηγαδιού από το οποίον βγαίνει ένα στοιχείο, αν δεν κάμη πρώτα το σταυρό του, γιατί αλλιώς παθαίνει από το στοιχείο. Πολλαί δε παραδόσεις φέρονται παρ’ ημίν περί στοιχείων των πηγαδιών ή πηγών, βλαπτόντων τους πίνοντας νερόν άνευ δεισιδαιμόνων προφυλάξεων ή τους οπωσδήποτε ενοχλούντας αυτά. Η ανθρωπομορφική προσωποποιία των πηγαίων υδάτων έπλασε τας Ναϊάδας, τας Υδριάδας και τα Πηγαίας νύμφας της αρχαίας ελληνικής μυθολογίας. Την θέσιν τούτων επέχουσι παρά τω καθ’ ημάς λαώ οι Νεράιδες, οι Λάμιαις, η Πεγαδίσ’τρα. Κατά την μνημονευομένην ανωτέρω κυνουριακήν παράδοσιν, την ώραν του μεσονυκτίου, ότε το νερόν της κρήνης παύει να ρέη, εξέρχεται η προσωποποιούσα αυτό Λάμια, περιπατεί και κάθηται είτα άνω της κρήνης, (κτενίζουσα με χρυσόν κτένι την μακράν ξανθήν κόμην της, κατ΄άλλας παραδόσεις, όταν δ’ επανέλθη εις το νερόν εξακολουθεί ο διακοπείς ρους αυτού. Κατά γορτυνιακάς πάλιν παραδόσεις, το νερόν κοιμάται, όταν ευρίσκεται εντός αυτού η Νεράιδα. Και δια να φύγη η Νεράιδα και τρέξη πάλιν το νερόν, πρέπει να το ταράξωσι, ρίπτοντες λίθον εις αυτό. Άγνωστος άλλοθεν είναι η κατά την αυτήν κυνουριακήν παράδοσιν προσωποποιία της κρήνης ως κεφαλής ταύρου, ενθυμίζουσα τους ταυρομόρφους ποταμούς της αρχαίας μυθολογίας. Μόνον εν θηραϊκώ τινι παραμυθίω το στοιχειό ποταμού έχει όνομα Βωδοκεφάλας. Σ.τ.Δ [«Τα νερά κοιμούνται, οι εχθροί δεν κοιμούνται=Πολίτου Παροιμίαι (του ανέκδοτου μέρους) λ. εχτρός 14= Κατζιούλη, Επίμετρον (χειρόγρ.) αρ. 516 Αραβαντινού Παροιμιαστήριον αρ.1891, Βενιζέλου Παροιμίαι δημ. Σελ. 291, 91, «το ποτάμι κοιμάται, ο οχτρός δεν κοιμάται»= Π.Π. λ. εχτρός 17= Παπαζαφειροπούλου Περισυναγωγή σ. 298, 1016 και παρά Ν. Λάσκαρη εκ Λάστας, Αλβανοί=Doson, Manuel de la langue Chkipe σ. 124, 32 «Λιούμι φλιέ, bάσμι φλιέ» των μουσουλμάνων Αλβανών της Φράσσαρης. – O Pouqueville (Histoire de la regeneration de la Grece, Paris 1824 τ.1 σ.49) αναφέρει παραλλαγήν (αν είναι ακριβής η μετάφρασις), την οποίαν ήκουσεν από του στόματος του Αλή πασά: : L’ eau dort, mais l’ envie ne dort jamais.», Τούρκοι= «Σου ουγιούρ, dιουσ’μέν ουγιουμάζ.» (Osman Sprichworter, Wien 1865 αρ. 279 Μαλούφ Νασρεδίν Χότζα αστεία Σμύρνη 1861 σ.29, 17. Decourdemanche Mille et un proverbs tures αρ. 456), το νερόν= Γαλλική παροιμ. «Ennemi ne dort” (Hilaire Le Gai Petite eneyel. Dew proverbs francais, Par. 1852. Σ.24 Leroux de Lincy Le livre des proverbs, Par 1859 τ. 11 σ. 239, 296 – Καταλανική παρά Gortils y Vieta Etologia de Bl;anes, Barcelona 1886 σ. 183,89 – Γερμανική και ολλανδική παρά Wander Deutsches Sprichworter Lexicon τ. 1 σ. 967, 26, εντελώς= Εν τη γαλλική συνήθης είναι η χρήσις του ρ. Dormir επί της εννοίας του ακινητείν, ατρεμείν, όθεν λεγεται l’ eau qui dort (το στάσιμον ύδωρ), la, ou l’ eau dort (όπου το ύδωρ δεν ταράσσεται), ως επίσης λέγεται l’ argent qui dort (τα νεκρά χρήματα), une toupee, une rose des vents dorment, το νού του= Εστία τ. ΙΖ σ. 366 Πολίτου, Παραδόσεις αρ. 662, νερόν τη νύκτα= Ζωγράφ. Αγών σ. 192, ύδωρ= Ιατροσόφιον, κωδ. 2316 της Εθν. Βιβλιοθήκης των Παρισίων παρά Legrand Bibliotheque gr. Vylgaire τ. 11 σ. ΧΧ, ΧΧΙ, κακού= Grimm. Deutsche Mythologie τ. ΙΙΙ, σ. 479,40, ο αντλών= Wuttke, Deutcher Volksaberglaube σ. 72, 74 παρ. 83, 87, ηλάττούτο= Plin Ν.Η. ΙΙ 106, ύλης αυτού= Παρομοίως παραστάσεις ανήκουσαι εις διάφορα στάδια θρησκευτικής καταστάσεως διακρίνονται και εις τα νεοελληνικάς δοξασίας περί δένδρων. Βλ. Πολίτου Παραδόσεις αρ. 323 – 326, τελώνι= Εν Malte Brun Annales des voyages τ. ΙΙ σ. 180 (Πολίτου Νεοελλ. μυθολογ. σ. 132, Παραδόσεις σ. 1070), στοιχειό= Πολίτου, Παραδόσεις αρ. 470 και σ. 1071, ενοχλούντας αυτά= Βλ. αυτ. αρ. 466 κε. Και σ. 1071 – 2] 

Αθανασόπουλος, Θ. Ι. (1912)
Thumbnail

Στην εποχή της πανούκλας εμαζεύτηκαν δώδεκα κορίτσια 'ς ένα σπίτι, εξάνανε το μπαμπάκι, το νέσανε, το διαστήκανε, το υφάνανε μονοημερινά και το κρέμασαν ποδιά στον Άηχαράλαμπο και έτσι εσταμάτησε η αρρώστια. 

Αθανασόπουλος, Θ. Ι. (1916)
Thumbnail

Η εν Λαογρ Γ’ σ. 501 δημοσιευθείσα υπ’ εμού παράδοσις, ήτις εκ Κυνουρίας σταλείσα υπελήφθη ως κυνουριακή, επιχωριάζει εν Σοποτώ της επαρχίας Καλαβρύτων. Περί της αυτήν κρήνης φέρεται αυτόθι και η επομένη παράδοσις. Μία νύχτα επέρναγε ένας χωργιανός από τη βρύση και είδε μια γυναίκα να στέκεται ‘ς αυτή. Την εχαιρέτησε και επλησίασε να ντης κουβεντιάση, γιατί του εφάνη πως ήτανε η αγαπητικιά του. Εκείνη όμως δεν του έδινε απάντηση, αλλά ύστερ’ από λίγη ώρα έσκασ’ ένα μεγάλο γέλοιο κ’ έγινε άφαντη από εμπρός του. Από την ώρα εκείνη εγύρισε ‘ς το σπίτι του ο άνθρωπος και έπεσε άρρωστος. Το κορμί του όλο επέταξε πετάλαις σαν αίμα και εθερμαινότανε ένα χρόνο. 

Αθανασόπουλος, Θ. Ι. (1912)

Πλοήγηση

Όλο το ΑποθετήριοΑρχείο & ΣυλλογέςΤόπος καταγραφήςΧρόνος καταγραφήςΣυλλογείςΛήμμαΚατάταξη παράδοσης (κατά Πολίτη)Ευρετήριο πηγώνΚείμεναΑυτό το ΑρχείοΤόπος καταγραφήςΧρόνος καταγραφήςΣυλλογείςΛήμμαΚατάταξη παράδοσης (κατά Πολίτη)Ευρετήριο πηγώνΚείμενα

Ο λογαριασμός μου

Σύνδεση

Περιήγηση ανά

ΤύποςΠαραδόσεις (4)Συλλογέας
Αθανασόπουλος, Θ. Ι. (4)
Τόπος καταγραφήςΑχαΐα, Καλάβρυτα, Σοποτό (3)Αρκαδία, Κυνουρία, Καστρί (1)Χρόνος καταγραφής1916 (2)1912 (2)
Επικοινωνήστε μαζί μας | Αποστολή σχολίων
Κέντρον Λαογραφίας E-Mail: keel@academyofathens.gr
Δημιουργία/Σχεδιασμός ELiDOC
Λογισμικό DSpace Copyright © 2015  Duraspace


Το Έργο «Εθνικό δίκτυο ψηφιακής τεκμηρίωσης της άυλης και υλικής πολιτιστικής κληρονομιάς» στο πλαίσιο του Επιχειρησιακού Προγράμματος «Ψηφιακή Σύγκλιση» του ΕΣΠΑ 2007-2013, συγχρηματοδοτήθηκε από την Ευρωπαϊκή Ένωση και από εθνικούς πόρους.