Αναζήτηση
Αποτελέσματα 11-20 από 69
Ο κοdριάρης ου άδαρος ακουέι τω gοράκω και κράζουνε και νομίζει πως κράζουνε για 'κείνο
(1959)
Κοdριάρης = πληγωνένος πάνω στη ράχη
Αρωτου gαί το Προκόπη, πότε μοιράζουν τσί κομμοί
(1959)
Είτε συγκεκομμ. Αρωτου gαί το Προκόπη
Σκόρδα κι αλάτσι
(1959)
Για να μη μπασκαθή κανένας δηλ. Μάτι μη τονε πιάση
Όποιος σε κάνει και κλαίς, σ' αγαπά κι όποιος σε κάνει και γελάς, σε μάχεται
(1959)
Σε μάχεται = σε μισεί
Αουροφάς ήφαενε, ύαλινοφάς εν ήφαενε
(1959)
Αουροφάς=ο τρώγων άωρα (φρούτα ή ό,τι άλλο), ύαλινοφάς=ο τρώγων γυαλισμένα, γινομένα, ώριμα
Α' gαμ' ο Μάρτης δυό νερά κι' Απρίλης άλλο ένα χαρά στο νιο που έσπειρε κ' έχει πολλά σπαρμένα
(1959)
Βασίλειος Μουστάκης, γεωργοποιμήν, ετών 74, αγράμματος
Α' gαμ' ο Μάρτης δυό νερά κι' Απρίλης άλλο ένα χαρά στο νιο 'πο δούλευγε και τα 'χε δουλεμένα
(1959)
Βασίλειος Μουστάκης, γεωργοποιμήν, ετών 74, αγράμματος
Στά σαράντα του μεσίτη άλλος είναι μές στό σπίτι
(1959)
Δηλαδή άμα περάσουνε σαράντα μέρες από τον θάνατον τινός πααίνουνε και 'ς τσί δουλειές τωνε κι ό,τι κι άν είναι κάνουνε
Ανάλατη την έχουνε
(1959)
Και καλά δηλαδή δεν έχει δύναμι. Το αλάτι το 'χανε τότε πως εψήνουdανε φάρμακο. Το παιδί είναι ψημένο και δε συγκάβγεται. Άμα εσυγκάβγουdανε 'λέανε: ετα, ενdo χει δά καλά αλατισμένο το παιδί η μαμμή και συγκάβγεται