Αναζήτηση
Αποτελέσματα 1-10 από 23
Είν' άσπρα γέλια και μαύρα γέλια, π' λένι
(1925)
Η παροιμία λέγεται από λυπημένον άνθρωπο, ο οποίος μ' όλο το βαθύ πένθος που τον σκεπάζει, άμα ακούση κάποιο αστείο από κανέναν της παρέας, αναγκάζεται να γελάση. Για να δικαιολογήση το γέλιο τον αυτό, λέγει την παραπάνω ...
Ημείς πόχουμι κουρίτσια κι τον Γιάννη απ' τν Αρτουτίβα θα τουν κάμουμι γαμπρό
(1925)
Λέγεται υπό των εχόντων πολλά κορίτσια και αναγκαζομένων ως εκ τούτου να κάνουν και γαμπρούς αναξίους...
Άμα γλέπς τα μλάρια τα βασιλ'κά, παραμέρα να μη τα προυγγίξ'ς
(1925)
Και αθώος ων, λάβε τα προφυλακτικά μέτρα. Η παροιμία ελέγετο άλλοτε στα χωριά όταν περιώδευαν τα στρατ. Αποσπάσματα δια τους κακοποιούς. Ήτοι δυνατόν και αθώος τις να πάθη, αν δεν ελάμβανε τα μέτρα του...
Η μέρα φέγγ' για ούλουν τουν κόσμου κι για μένα
(1925)
Παροιμία. Δεν πρέει να απελπίζεται κανείς έστω και αν βλέπη πολλούς ασκούντας το αυτό επάγγελμα και ένεκα τούτου πρόκειται να ολιγοστεύσουν τα κέρδη του...
Γίρι ήλιου, γίρι
(1925)
Λέγεται προς εκείνον που περιμένει στην εξοχή χωράει στο λιβάδι να του φέρον το φαγητό του μεσημεριού και αργοπορούν. Το αυτό εκφράζεται και με τη φράση = Σήμερα θα ιδής τουν ψύλλον να πδάη στ' ράχ' = ο ήλιος στη ράχη φαίνεται μικροσκοπικός σαν...
Ζεστή κι πιταχτή κι καρπό απού κώλου τρώει κι πάει στη δλειά τ'
(1925)
πάει να τς φκειάσ' ένα παλ'κάρ' (πήρε δηλ. δυο παλιά ρούχα και χαλασμένα και θα τα φκειάση ένα γερό). Πάλι κι αυτό δεν του κατάλαβι. Τσ λέει (ο αρρεβωνιαστικός): Μας έφκειασις τίποντα φαΐ να φάμε; -Δεν έχου τίποντα έτμου, αλλά δεν αργιού νια στιγμούλα...
Άλλους έχασκι κι άλλους μιτάλαβι
(1925)
Παροιμ. Άλλος εστί ο σπείρων και άλλος ο θερίζων...
Σαν πέρα δίπλα βάλτι τουν δεν ξέρου τι μη βρίσκει
(1925)
' να θάψει τουν παπά, θρονιασμένον ή αθρόνιαγνον δηλ. αν έχη σκοπό να μην παντρευτή ή τουναντίον. Αυτή σκέφηκε λίγο κι είπε την ανωτέρω φράσιν που έμεινε και παροιμιώδης και λέγεται επί προνοίας επιβαλλομένης...
Ένας Θανάης απ' τ' Σαμπατίνα, ένας κουντός μί γένεια
(1925)
Παροιμία επιτοπία ήτις έμεινεν εκ τού χαρακτηρισμού, τόν οποίον έδωσε κάποιος μιά φορά περί τινός τού οποίου εγνώριζε μόνον τό βαπτιστικόν όνομα, τό χωριό, τό ανάστημα καί τά γένεια. Λέγεται όταν δέν δύναται κανείς νά δώση τά γνωρίσματα όσα...